Προς κολοσσιαία ινδική προμήθεια 1770 ρωσικών αρμάτων μάχης 4ης γενιάς Τ-14 Armata
Μπορεί η Ινδία να αποχώρησε πριν έξι χρόνια από το πρόγραμμα του μαχητικού αεροσκάφους 5ης γενιάς Su-57, μια απόφαση η οποία στοίχισε στην ινδική Αεροπορία πολλά σε ότι αφορά την απόκτηση αεροπορικής υπεροχής απέναντι όχι μόνο στην Κίνα, αλλά και στο Πακιστάν, αλλά φαίνεται ότι τώρα ο ινδικός Στρατός θα επανορθώσει το στρατηγικό σφάλμα της Αεροπορίας επιλέγοντας το πλέον προηγμένο σε υπηρεσία (έχει παραδοθεί μία Επιλαρχία) άρμα μάχης τέταρτης γενιάς.
Σύμφωνα με ρωσικές πηγές Ινδία σκοπεύει να αγοράσει 1.770 άρματα μάχης κατηγορίας T-14 Armata, μεταμορφώνοντας τις τεθωρακισμένες Ταξιαρχίες του στην πιο ισχυρές παγκοσμίως!
Αν και όλοι οι στρατιωτικοί παρατηρητές ανέμεναν την επιλογή του T-90MS το οποίο υπηρετεί ήδη στον ινδικό Στρατό προσδίδοντάς του αξιοπιστία και την απαραίτητη ισχύ πυρός που δεν μπορούν πλέον να του δώσουν τα Τ-72 ή το εγχώριας παραγωγής Arjun που αποδείχθηκε απόλυτα ανεπαρκές τελικά η LoR που πήγε στα γραφεία του ρωσικού οργανισμού προώθησης εξαγωγών αμυντικού υλικού, την γνωστή Rosoboronexport, αφορούσε το T-14 Armata!
«Αυτή το άρμα μάχης είναι ένα ολοκληρωμένο οπλοσύστημα, εξοπλισμένο με τα τελευταία τεχνολογίας επί μέρους ενεργά και παθητικά αντιπυραυλικά συστήματα και αντοχής της θωράκισής του σε όλα τα διαμετρήματα από τα 120 μέχρι τα μελλοντικά των 150 χλστ. πυροβόλα, αλλά αυτό που το κάνει ξεχωριστό για την Ινδία είναι η καταλληλότητά του σε πόλεμο μεγάλου υψομέτρου, λόγω της προηγμένης μηχανής που το κινεί», ανέφεραν οι Eurasian Times.
Ο ινδικός Στρατός στις πρόσφατες συγκρούσεις με τα κινεζικά στρατεύματα στα ορεινά της περιοχής του Θιβέτ, εντόπισε αδυναμία δράσης του εγχώρια Arjun και την κατάσταση έσωσε εν μέρει το Τ-72 που αποδείχθηκε και πάλι αξιόπιστο και αποτελεσματικό.
Να σημειώσουμε ότι το Armata πέρα από την μαχητική του ισχύ διαθέτει αυτόματο πύργο μάχης χωρίς πλήρωμα ενώ το τριμελές πλήρωμα του άρματος είναι προστατευμένος στο εσωτερικό μιας κάψουλας διπλά θωρακισμένης στο σασί του άρματος.
Το συμβόλαιο θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 10 δισ. δολ. και η παράδοσή τους θα ολοκληρωνόταν σε βάθος δεκαπενταετίας.