Υψηλή κινητικότητα, όχι τόσο σε επίπεδο υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αλλά καθαρά σε διακυβερνητικό επίπεδο καταγράφεται τις τελευταίες ημέρες, εκτός από το πρόγραμμα των φρεγατών FREMM και σε γερμανο-βρετανική πρόταση για προμήθεια από την Ελλάδα ενός αριθμού 40 μαχητικών αεροσκαφών EF-2000 Typhoon από τα ήδη υπηρετούντα εδώ και πέντε χρόνια στις Αεροπορίες των δύο χωρών της έκδοσης Tranche 1.

Το αντικείμενο της πρότασης είναι τα 55 αεροσκάφη του αρχικού συμβολαίου (Tranche 1), της RAF τα οποία θεωρείται ασύμφορο – δεδομένων των μηδενικών απειλών σε αυτό το επίπεδο που αντιμετωπίζει η Βρετανία – να αναβαθμιστούν στο επίπεδο Tranche 2 και 3, καθώς και ένας αριθμός περί τα 70 γερμανικά ΕF-2000 των εκδόσεων Tranche 1&2 προκειμένου να βρεθούν κονδύλια για την χρηματοδότηση των 38 EF-2000 Τranche 3.

Η προσπάθεια των κυβερνήσεων Βρετανίας και Γερμανίας δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Ο κατάλογος έχει και την Ινδία (αν δεν θελήσει να προχωρήσει σε αγορά νέων EF-2000) το Πακιστάν (αν η Ινδία γενικώς απορρίψει το EF-2000) και την Ελβετία για περίπου 20 μονάδες, παρά το γεγονός ότι οι Ελβετοί έχουν μεταφέρει την απόφαση για ΝΜΑ το 2014-2015.

Οι επαφές με την Ελλάδα γίνονται σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο και συνδέονται με την επιμήκυνση του δανείου των 110 δισ. ευρώ, η οποία αφήνει «διαθέσιμα» κάπου 70 δισ.

Η πρόταση δεν προέρχεται από την κοινοπραξία της ΕADS (αν και έχει ενημερωθεί σχετικά και δεν έχει εκφράσει αντιρρήσεις, αφού με τα παρόντα δημοσιονομικά καθώς και αυτά που αναμένεται να επικρατήσοτυν την επόμεη πενταετία τουλάχιστον, πολύ δύσκολα θα βρεθούν 5-6 δισ. ευρώ για 40 νέα EF-2000 Tranche 3 και την υποδομή τους), αλλά από τις κυβερνήσειςς που θεωρούν ότι μπορούν να επιτύχουν μία, ας πούμε «ελάφρυνση» από μαχητικά τα οποία μπορεί να είναι στην αιχμή της τεχνολογίας, αλλά έχουν περιορισμένο λόγο ύπαρξης στα οπλοστάσιά τους.

Κακά τα ψέματα, ορατή απειλή δεν υπάρχει σήμερα για την Ευρώπη. Πιθανότερο είναι σε δέκα χρόνια από σήμερα η Ρωσία να αποτελεί τμήμα της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, παρά οτιδήποτε άλλο.

Υπάρχει όμως μία Ελλάδα η οποία μπορεί να αντιμετωπίζει το φάσμα της χρεωκοπίας, αλλά εξίσου αντιμετωπίζει το φάσμα της γεωπολιτικής χρεωκοπίας και μία απειλή που διαρκώς μεγενθύνεται. Και με δεδομένη ανάγκη ενίσχυσης του αεροπορικού της στόλου. Με εμπεδωμένη την άποψη ότι: «Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, κρινόταν, κρίνεται και θα κριθεί και μελλοντικά στον εναέριο αγώνα».

Η πρόταση λοιπόν αφορά 40 μαχητικά μαζί με την υποδομή τους και τα όπλα τους στην τιμή των 3 δισ. ευρώ, κάπου 75 εκατ. ευρώ η μονάδα με μακρόχρονο δανεισμό.

Τα αεροσκάφη ακόμα και τις έκδοσης Tranche 1 είναι βέβαια ανώτερα σε αποστολές αέρος-αέρος από οτιδήποτε υπηρετεί ή θα υπηρετεί μέχρι την εμφάνιση του F-35 με Meteor, προς τα τέλη της δεκαετίας, στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Δεν είναι πολλαπλού ρόλου, αλλά μπορεί να γίνει: Κάπου εδώ υπεισέρχεται και ο παράγων «στρατηγικός επενδυτής ή συνεργάτης στην ΕΑΒ». Η αποδοχή της πρότασης αυτής «δένει» την ΕΑΒ στο «άρμα» της EADS. Με πρώτο και βασικό έργο της κοινοπραξίας την αναβάθμιση των EF-2000 σε Tranche 3 μέσα στην δεκαετία..

Αν δεν υπήρχε η επιμήκυνση του δανείου των 110 δισ. σίγουρα δεν θα μιλούσαμε, ούτε για προμήθεια Νέου Μαχητικού, ούτε για το Tranche 1. Άλλωστε η νυν ηγεσία της Πολεμικής Αεροπορίας δεν συμφωνεί με την εξέλιξη αυτή, αλλά μικρή σημασία έχει. Αυτό που δεν θεωρεί συμφέρον ο ένας Αρχηγός, το βρίσκει ο επόμενος.

Το θέμα είναι πως θα «σερβιριστεί» στην κοινή γνώμη το όλο πρόγραμμα.

Διότι στο χώρο της άμυνας έχουν πέσει τόνοι λάσπης από αυτούς που τώρα θα κληθούν να πάρουν μια τέτοια απόφαση-ίσως δεν μπορούν να κάνουν και διαφορετικά αν οι συνομιλητές επιμείνουν μέχρι τέλος και αυτό είναι θετικό: Η κυβέρνηση να αναγκαστεί να αγκαλιάσει το “πτώμα” της Άμυνας που αυτή δολοφόνησε (αφού η προηγούμενη το είχε “δηλητηριάσει” με κάθε τρόπο). Το «πάντρεμα» της ελληνικής αεροναυπηγικής βιομηχανίας με την ευρωπαϊκή είναι σίγουρα ένα καλό «πακέτο»…

To συμβόλαιο για τα αεροσκάφη Eurofighter Typhoon του Tranche1 υπογράφηκε το 18 Σεπτεμβρίου του 1998 καλύπτοντας την παραγωγή 148 αεροσκαφών έναντι 7 δις. ευρώ περίπου. Οι εργασίες για την παραγωγή ξεκίνησαν στα τέλη του ίδιου χρόνου και οι πρώτες παραδόσεις το καλοκαίρι του 2003. Πρώτη από τις τέσσερις χώρες που απαρτίζουν το πρόγραμμα, που παρέλαβε το αεροσκάφος ήταν η Luftwaffe, στη συνέχεια η RAF  μετά η ισπανική Αεροπορία (Ejercito de l’Aire) και τέλος η ιταλική (Aeronautica Militare). Το τελευταίο αεροσκάφος από το tranche 1  -το διθέσιο GT015- παραδόθηκε στη γερμανική Luftwaffe στις 20 Μαρτίου του 2008. Το Τrache1 περιλαμβάνει τρία ξεχωριστά block παραγωγής: Το block 1, στο οποίο συντελέστηκε η αρχική επιχειρησιακή ικανότητα με βασικές δυνατότητες  αέρος-αέρος, το block 2 με πλήρης δυνατότητες αέρος-αέρος και το block 5 στο οποίο συμπεριελήφθησαν συγκεκριμένες δυνατότητες για αποστολές αέρος-εδάφους. Όλα τα αεροσκάφη του Tranche 1 έχουν αναβαθμιστεί ή αναβαθμίζονται στο επίπεδο του block 5.

Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ