Οι αποστολές έρευνας και διάσωσης (SAR) αποτελούν διεθνώς μια ιδιαίτερα απαιτητική και εξαιρετικά δύσκολη μορφή αποστολής, η οποία δυστυχώς βρίσκεται αρκετά συχνά στο επίκεντρο της επικαιρότητας με αφορμές φυσικών καταστροφών ή ατυχημάτων. Στην Ελλάδα ο συγκεκριμένος ρόλος είχε ανατεθεί από το τέλος της δεκαετίας του ’50 σε μία Μοίρα της Πολεμικής Αεροπορίας: την 358 Μοίρα Έρευνας και Διάσωσης, που στις 3 Ιανουαρίου του 2006 πλαισιώθηκε από την 384 Μοίρα Έρευνας και Διάσωσης στη δύναμη της οποίας έχει περάσει το σύνολο των ελικοπτέρων Super Puma που αξιοποιεί επιχειρησιακά η ΠΑ σε ρόλο έρευνας και διάσωσης και έρευνας και διάσωσης μάχης.

Οι αποστολές έρευνας και διάσωσης (SAR) αποτελούν διεθνώς μια ιδιαίτερα απαιτητική και εξαιρετικά δύσκολη μορφή αποστολής, η οποία δυστυχώς βρίσκεται αρκετά συχνά στο επίκεντρο της επικαιρότητας με αφορμές φυσικών καταστροφών ή ατυχημάτων. Στην Ελλάδα ο συγκεκριμένος ρόλος είχε ανατεθεί από το τέλος της δεκαετίας του ’50 σε μία Μοίρα της Πολεμικής Αεροπορίας: την 358 Μοίρα Έρευνας και Διάσωσης, που στις 3 Ιανουαρίου του 2006 πλαισιώθηκε από την 384 Μοίρα Έρευνας και Διάσωσης στη δύναμη της οποίας έχει περάσει το σύνολο των ελικοπτέρων Super Puma που αξιοποιεί επιχειρησιακά η ΠΑ σε ρόλο έρευνας και διάσωσης και έρευνας και διάσωσης μάχης.

Η ιστορία της 358 ΜΕΔ ξεκινά πρακτικά από το 1958, όταν ιδρύθηκε το 357 Σμήνος Ελικοπτέρων. Η ΠΑ από τότε έχει συνδέσει την ύπαρξή της με το ελικόπτερο και τις αποστολές έρευνας και διάσωσης. Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, το 357 Σμήνος Ελικοπτέρων άρχισε να εκτελεί αποστολές μεταφοράς τραυματιών και ασθενών από απομακρυσμένες ή νησιωτικές περιοχές της χώρας μας, τη μεταφορά υψηλά ιστάμενων προσώπων, στρατιωτικών και πολιτικών, και τη μεταφορά τροφίμων και φαρμάκων σε περιοχές που έμεναν για εβδομάδες ολόκληρες αποκλεισμένες ή είχαν πληγεί από φυσικές καταστροφές κάθε είδους. Και όλες αυτές τις αποστολές τις αναλάμβανε κατ’ αποκλειστικότητα για μια χρονική περίοδο μεγαλύτερη των 15 ετών, μέχρι το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70 δηλαδή.

Η ΠΑ, επομένως, ήταν πρακτικά ο φορέας που ανέδειξε την επιχειρησιακή αξία του ελικοπτέρου στην Ελλάδα. Στα χρόνια της δεκαετίας του ’50 ο Ελληνικός Στρατός δεν διέθετε ελικόπτερα. Όταν απέκτησε έναν μικρό αριθμό διθέσιων ΟΗ-13 Sioux στις αρχές της δεκαετίας του ’60, απέκτησε αυτομάτως και την δυνατότητα μεταφοράς τραυματιών και ασθενών, αλλά οριακά. Αυτό γιατί το ελικόπτερο μπορούσε να μεταφέρει μόνο ένα φορείο και αυτό προσαρμοσμένο πλευρικά της ατράκτου, δίπλα στον κυβερνήτη ή τον συγκυβερνήτη.

Τις δυνατότητες και την ευχέρεια που προσέφερε η καμπίνα των UH-19B/D τoυ 357 Σμήνους Ελικοπτέρων στις αποστολές αυτού του είδους, η Αεροπορία Στρατού τις απέκτησε με την παραλαβή των πρώτων ΑΒ 204, ΑΒ 205 και UH-1 στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ανακουφίζοντας την 359 ΜΑΕΔΥ, από τη στιγμή που τα τάγματα των ελικοπτέρων της ανέλαβαν, πέρα από την επίσημη αποστολή τους και τη μεταφορά VIP και ασθενών και τραυματιών. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, τις ανάγκες αεροδιακομιδής ασθενών και τραυματιών άρχισε από την πλευρά του να καλύπτει και το Πολεμικό Ναυτικό, μέσω της ΔΕΝ. Παρ’ όλα αυτά, υπεύθυνη για τη διεξαγωγή αποστολών έρευνας και διάσωσης στα όρια του ελληνικού εναέριου χώρου και του FIR Aθηνών είναι μόνο η Διοίκηση Αεροπορικής Υποστήριξης της Πολεμικής Αεροπορίας στην οποία υπάγονται οι 358 και 384 Μοίρες Έρευνας και Διάσωσης.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ