Η συμπίεση του κόστους των ηλεκτρονικών και των αισθητήρων, η αύξηση
της επίπτωσης των φίλιων αεροπορικών
απωλειών (υλικού και προσωπικού) και
η απόδειξη της αποτελεσματικότητας
των κατευθυνόμενων όπλων οδήγησε
στην κλιμάκωση της χρήσης τους. Η
μετατροπή βομβών με υποσυλλογές καθοδήγησης μείωσε ακόμη περισσότερο
το κόστος σε σχέση με τους συμβατικούς
πυραύλους, δημιουργώντας μια νέα οικογένεια όπλων, οικονομικότερη και επιχειρησιακά πιο ευέλικτη.

Η διεθνής τάση εξελίχθηκε προς δύο κατευθύνσεις: την ύπαρξη οικογενειών τέτοιων συλλογών, όπου κάποια στοιχεία εναλλάσσονταν
(π.χ. είδη βομβών, είδη αισθητήρων) ή προσθαφαιρούνταν (υποσυλλογές κατολίσθησης,
κινητήρες), προκειμένου να προκύπτουν οικονομικά όπλα προσαρμοσμένα στην αποστολή
και με τη μέγιστη δυνατή ομοιοτυπία και κοινή
υποστήριξη. Με τον τρόπο αυτό, συνδυασμοί
υποσυστημάτων θα επέτρεπαν τη βέλτιστη
επιλογή ανά αποστολή, αντί της άκαμπτης
πρακτικής της αγοράς έτοιμων πυραύλων συγκεκριμένης μεθόδου καθοδήγησης και σχεδίασης πυροκεφαλής.

Η δεύτερη τάση είναι η εγκατάσταση αυτών
των όπλων σε αεροσκάφη όσο απλά ή παλαιά
κι αν είναι. Χωρίς εξεζητημένα συστήματα
ελέγχου πυρός και αρτηρίες δεδομένων. Η
τάση αυτή δε βρήκε μεγάλη ανταπόκριση και
κερδίζει αργά έδαφος, καθώς οι αεροναυπηγικές βιομηχανίες θεωρούν τη συμβατότητα
όπλων μεγάλο πλεονέκτημα για την προώθηση των προϊόντων τους και ενοχλούνται
από παρόμοιες διευκολύνσεις από τις φίλιες
βιομηχανίες παραγωγής όπλων και ηλεκτρονικών. Έτσι, χρήστες μικρών μαχητικών, όπως
εκσυγχρονισμένα Α-4, F-5, χρήστες ελαφρών
αεροσκαφών COIN/εγγύς υποστήριξης
(Super Tucano, Pucara, OV-10) αλλά και
ελαφρών μαχητικών ή μαχητικών-εκπαιδευτικών LIFT (Τ/Α-50, Μ-346, L-159, Hawk,
AMX) ενίοτε συναντούν προβλήματα στην
αξιοποίηση του έξυπνου οπλοστασίου τους,
με αποτέλεσμα να στρέφονται σε πηγές που
ακολουθούν εύκαμπτες και λιγότερο εκβιαστικές πρακτικές.
Η πρώτη τέτοια οικογένεια όπλων είναι
δικαιωματικά η GBU-15 που πλέον δεν παράγεται. Αφορούσε μόνο ένα μέγεθος βόμβας, των 2000 λιβρών, κυρίως λόγω του
δυσθεώρητου κόστους, αλλά προέβλεπε
δύο κεφαλές (Mk84 και BLU-109) και δύο
τύπους καθοδήγησης (τηλεοπτική και απεικόνιση υπερύθρου).

Προέκυψαν διαδοχικές γενιές εξέλιξης, αυτοπροωθούμενες εκδόσεις
(AGM-130) και εξετάστηκαν εναλλακτικές
μέθοδοι καθοδήγησης (δεν υλοποιήθηκαν) ή
συμπληρωματικές (προσθήκη GPS-INS, που
υλοποιήθηκε), ακόμη και επέκταση σε μικρότερα όπλα, των 1000 λιβρών, κάτι που όμως
τελικά δεν ευδόκησε. Παρά την αποτελεσματικότητά του, το όπλο, λόγω κόστους τελικά,
γνώρισε μικρή διάδοση και σημαντική επιτυχία
στο δεύτερο πόλεμο του Κόλπου το 1991.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ