Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν η Δύση άρχισε να μαθαίνει με μεγαλύτερη ευκολία από ό,τι παλαιότερα το τι «μαγείρευαν» οι άγνωστοι μέχρι τότε Ρώσοι. Μέχρι τότε τα δυτικά κράτη ήταν βέβαια ότι υπερείχαν εναντίον του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αφού το τελευταίο μπορεί να είχε αριθμητικά περισσότερες μονάδες, αλλά όχι τόσο τεχνολογικά εξελιγμένες όσο οι Δυτικές. Έτσι το χάσμα γεφυρωνόταν, όπως πίστευαν κυρίως στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.

Όμως όταν παρουσιάστηκε η νέα γενιά σοβιετικών μαχητικών όπως το Mig-29 και το Su- 27, η Δύση που μέχρι τότε τα θεωρούσε όλα υπό έλεγχο, υπέστη μια σχετική ψυχρολουσία. Η έκπληξη όμως ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν οι δυτικοί αξιωματούχοι ανακάλυψαν ότι τα μαχητικά αυτά ήταν εξοπλισμένα με πυραύλους τόσο εξελιγμένους, που όμοιοι τους δεν υπήρχαν σε κανένα δυτικό οπλοστάσιο. Και το κυριότερο: Η αντίστοιχη γενιά που θα έπρεπε να αναπτύξει η Δύση βρισκόταν ακόμη στα σχέδια των εργαστηρίων. Όπως για παράδειγμα ο R-73 Vympel (ΑΑ- 11 Archer, κατά ΝΑΤΟ), ο οποίος ήταν ένας πύραυλος αέρος-αέρος με μεγάλη γωνία προσβολής με εκπληκτικούς αισθητήρες, εκρηκτική κεφαλή μεγάλης ισχύος και δυνατότητα εκτόξευσης από οποιαδήποτε κλίση έχει το μαχητικό.

Με αυτό τον τρόπο, οι Ρώσοι σχεδιαστές προχώρησαν ραγδαία στην τεχνολογική ανάπτυξη των πυραύλων αέρος-αέρος, κάνοντας με τον αμεσότερο τρόπο επίδειξη ισχύος στους δυτικούς συναδέλφους τους. Ευτυχώς όμως για τη Δύση και αυτήν τη φορά ο κανόνας είχε την εξαίρεσή του, με την «εξαίρεση» να ονομάζεται Ισραήλ. Οι Ισραηλινοί έχοντας την ανεκτίμητη εμπειρία των συνεχών στρατιωτικών εμπλοκών τους, κατάλαβαν ποιο ήταν το μέλλον των πυραύλων αέρος-αέρος και αμέσως αποφάσισαν να το εκμεταλλευτούν. Οι ισραηλινές εταιρείες άρχισαν να προωθούν την κατασκευή ενός νέου πραγματικά 4ης γενιάς πυραύλου που θα μπορεί να κάνει αυτά που οι πύραυλοι της Δύσης δεν θα μπορούν να κάνουν.

Με αργά αλλά σταθερά βήματα, αναγνωρίζοντας ότι έμειναν πολύ πίσω, αφήνοντας ουσιαστικά ανυπεράσπιστα τα μαχητικά τους, οι ΗΠΑ, η Αγγλία αλλά και άλλες χώρες της Ευρώπης, άρχισαν να αναπτύσσουν τους δικούς τους πυραύλους αέρος-αέρος 4ης γενιάς, με αποτέλεσμα τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια να εισέλθουν σε υπηρεσία μια πλειάδα νέων πυραύλων με διαφορετικούς τρόπους καθοδήγησης και δυνατότητες που υπόσχονταν το ίδιο αποτέλεσμα.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ