Η ΠΑ με την επικειμένη ένταξη σε υπηρεσία των μαχητικών Rafale με βλήματα METEOR αποκτά ένα μαχητικό το οποίο είναι ένα πραγματικό «εργαλείο» στις αποστολές BVR.

Βέβαια εκτός των όπλων των ίδιων υπάρχουν ακόμη τρεις παράγοντες που θα κρίνουν την έκβαση μιας αεροπορικής αναμέτρησης σε πολύ μεγάλες αποστάσεις.

Οι παράμετροι που καθορίζουν την έκβαση μίας εμπλοκής BVR, είναι πάντα οι ίδιες είτε μιλάμε για μεγάλες θαλάσσιες ή χερσαίες εκτάσεις πάνω από τις οποίες θα εξελιχθούν -μία ή περισσότερες- εμπλοκές BVR, είτε μιλάμε για τον περιορισμένο εναέριο χώρο του Αιγαίου (από ανατολή προς δύση και αντίστροφα).

Α) Επιδόσεις αεροσκάφους-φορέα:

Στα χρόνια του πολέμου του Βιετνάμ, τα Phantom του αμερικανικού Ναυτικού (USN) και της Αεροπορίας (USAF), εξαπέλυσαν μαζικά για πρώτη φορά στην ιστορία της Αεροπορίας βλήματα ΑΙΜ-4 Falcon και ΑΙΜ-7 Sparrow εναντίον των μικροτέρων σε διαστάσεις και πιο ευέλικτων μαχητικών (MiG-17, MiG-19 και MiG-21). Τ

α αποτελέσματα ήταν μάλλον απογοητευτικά, όχι μόνο γιατί οι πύραυλοι αέρος-αέρος μέσης ακτίνας της εποχής σε συνδυασμό με τα ραντάρ ελέγχου πυρός δεν είχαν πραγματικές δυνατότητες καταστροφής μικρών και ευέλικτων στόχων (είχαν σχεδιαστεί ή προέρχονταν από αντίστοιχα συστήματα που είχαν βέλτιστες επιδόσεις για την καταστροφή των μεγάλων Σοβιετικών στρατηγικών βομβαρδιστικών αλλά και σχηματισμών αυτών), αλλά και γιατί οι επιδόσεις του συγκεκριμένου αεροπλάνου-φορέα δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές για την αποτελεσματική αξιοποίησή τους. Τι σημαίνει αυτό; 

Πέρα από τον πύραυλο αυτόν καθεαυτό και το ραντάρ ελέγχου πυρός που τον τροφοδοτεί με στοιχεία θέσης, ύψους, ταχύτητας και σχετικής ταχύτητας του στόχου, σημαντικό ρόλο στην έκβαση μίας πέραν του οπτικού ορίζοντα εμπλοκής έχουν και οι επιδόσεις του αεροσκάφους-φορέα.

Δεν αναφερόμαστε βέβαια στη μέγιστη ταχύτητα πλεύσης που μπορεί να αναπτύξει ένα μαχητικό ούτε φυσικά στο μέγιστο ύψος που μπορεί να πετάξει (επιχειρησιακή οροφή). Αυτό που ενδιαφέρει  εδώ πρωτίστως είναι η επιτάχυνση και ο βαθμός ανόδου στις μέγιστες τιμές τους με προϋπόθεση την ύπαρξη δύο εξωτερικών δεξαμενών καυσίμου και οπλικό φορτίο πυραύλων αέρος-αέρος. Από αυτή την άποψη ένα F-16 για παράδειγμα ή σε μικρότερο βαθμό ένα Mirage 2000, υπερτερούν έναντι του Phantom λόγω της ικανότητάς τους να ανέρχονται σε ύψος και να επιταχύνουν ταχύτερα.

Εξασφαλίζουν έτσι σε μικρότερους χρόνους καλύτερες παραμέτρους εκτόξευσης για τα βλήματα που φέρουν (ύψος και ταχύτητα εκτόξευσης). Όσο πιο μεγάλες είναι αυτές οι δύο παράμετροι, τόσο πιο σύντομα και με μεγαλύτερα αποθέματα κινητικής ενέργειας θα φτάσουν οι τελευταίοι στους στόχους που τους έχουν ανατεθεί. Συνεπώς όσο πιο μεγάλη είναι η κινητική ενέργεια (ταχύτητα) του πυραύλου κοντά στο στόχο, τόσο πιο ευέλικτος καθίσταται ο πρώτος, γιατί είναι ακόμα δραστικές οι επιφάνειες (πτερύγια) ελέγχου του.

Επιπρόσθετα δε η μεγαλύτερη επιτάχυνση και ο βαθμός ανόδου του αεροσκάφους-φορέα θα του επιτρέψουν να εγκαταλείψει ταχύτερα μία περιοχή μέσα στην οποία θα δεχθεί επίθεση. Έχει επομένως περισσότερα περιθώρια επιβίωσης, καθώς μπορεί να ξεφύγει ευκολότερα από τη ζώνη φονικότητας (Kill Zone) των εχθρικών βλημάτων που θα εκτοξευθούν ως απάντηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ικανότητα supercruise (υπερηχητική επιτάχυνση χωρίς τη χρήση μετακαυστήρα) θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική (κρίσιμη για πολλούς) στον σύγχρονο αεροπορικό πόλεμο και φυσικά «πουλιέται» τόσο ακριβά.

Β) «Βλέπω πρώτος-ρίχνω πρώτος».

Ραντάρ AESA και χαρακτηριστικά Stealth: Η παράμετρος αυτή εξασφαλίζεται μέσα από πολλά «προσόντα» σε ένα μαχητικό, ή αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς «από συνδυασμό προσόντων». Πρώτο από αυτά είναι το ραντάρ έρευνας και ελέγχου πυρός. Όσο πιο μακριά «βλέπει» στον ορίζοντα ή σε κατόπτευση/ανόπτευση, τόσο το καλύτερο.

Το να δει κάποιος πρώτος τον αντίπαλο, εξασφαλίζει πολύτιμο χρόνο για να οργανώσει την επίθεσή του, ανερχόμενος στο κατάλληλο ύψος και επιταχύνοντας στην κατάλληλη ταχύτητα για την εξαπόλυση των όπλων που φέρει. Παράλληλα ακόμα και αν ο αντίπαλος «απαντήσει» εκτοξεύοντας βλήμα εναντίον του επιτιθέμενου, ο τελευταίος διατηρεί το χρονικό περιθώριο να διαφύγει με μεγαλύτερη ασφάλεια.

Στο ελληνοτουρκικό «πεδίο μάχης» τα ραντάρ που πρόκειται να παίξουν τον κυρίαρχο ρόλο, είναι η οικογένεια των APG-68 (V)2, (V) 5 και (V) 9 για τα F-16 Block 30, 50 και Block 52+ & Adv. αντίστοιχα, RDY-2 για τα Mirage 2000-5 και RDM για τα Mirage 2000EGM, το APG-65GY για τα F-4E AUP και φυσικά το RBE.2 AA AESA των Rafale.

Οι επιδόσεις των APG-68 (V) 9, RDY-2 και APG-65 θεωρούνται σχετικά συγκρίσιμες με τα APG-68 (V) 2 και (V) 5 των F-16 Block 30 και 50 αντίστοιχα να έπονται με τελευταίο το «προβληματικό» RDM.

Τα κυριότερα στοιχεία που παίζουν κρίσιμο ρόλο σε μια εμπλοκή BVR σε ένα ραντάρ δεν είναι μόνο η ακτίνα αποκάλυψης του στόχου, αλλά η δυνατότητα του συστήματος να εγκλωβίσει ένα στόχο επαρκώς έτσι ώστε να είναι σε θέση να τροφοδοτήσει το βλήμα με τις κατάλληλες συντεταγμένες του στόχου έως ο ενεργός του αισθητήρας να μπορέσει να τον εγκλωβίσει με τη σειρά του.

Ταυτόχρονα σημαντική θεωρείται και η δυνατότητα του συστήματος για πολλαπλές εμπλοκές δηλαδή «ομοβροντία» βλημάτων και πόσα από αυτά μπορεί να διατηρεί στον αέρα. Η μαζική ή όχι εκτόξευση βλημάτων είναι ένα θέμα που απασχολούσε και εξακολουθεί να απασχολεί τους επιτελείς. 

Το RDY-2 για παράδειγμα έχει τη δυνατότητα  να τροφοδοτεί έως και 4 βλήματα MICA ταυτόχρονα στον αέρα – ανάλογος αριθμός παρέχεται και για το APG-68 (V) 9 και για το APG-65GY- αλλά φυσικά μια τέτοια δυνατότητα σπάνια να αξιοποιηθεί σε πραγματικές συνθήκες στο έπακρο. Αυτό γιατί η υπολογιστική ισχύ του συστήματος, εξαντλείται μη έχοντας τη δυνατότητα προειδοποίησης του χειριστή για νέους «αναδυόμενους» στόχους.

Το πλέον σύνηθες είναι να αξιοποιηθεί για δύο βλήματα, είτε εναντίον δύο είτε εναντίον ενός στόχου. Τα (V)2, (V) 5 και RDM προφανώς δεν έχουν παρόμοια δυνατότητα και έτσι η εμπλοκή στόχου σε συνθήκες BVR εξαντλείται στη διαμόρφωση RWS και STT που την ακολουθεί. Η πρώτη (Range While Search) αφορά την όσο το δυνατό γρηγορότερη έρευνα του εναέριου χώρου και τη μέγιστη αποκάλυψη ιχνών ενώ η δεύτερη (Single Target Track) αφορά τον μοναδιαίο εγκλωβισμό στόχου και την προσβολή του από και μόνο βλήμα.

Σε ότι αφορά τις εμβέλειες εδώ υπάρχουν τρεις διαφορετικοί διαχωρισμοί, τρεις κατηγορίες. Ο πρώτος έχει να κάνει με την μέγιστη ακτίνα αποκάλυψης του στόχου –τυπικά μεγέθους μαχητικού με RCS 5 τ.μ. – ο δεύτερος με την απόσταση εγκλωβισμού και ο τρίτος με τη δυνατότητα του ίδιου του βλήματος όταν ο στόχος εισέρχεται στην αποκαλούμενη δυναμική ζώνη εκτόξευσης (DLZ).

Εάν πάντως λάβουμε ως κανόνα τη μέγιστη ακτίνα αποκάλυψης στόχου μεγέθους μαχητικού για τα (V) 9 (265 χλμ.- κατ΄ άλλες πηγές 296 χλμ.) και RDY-2 (112 χλμ.) το πρώτο θεωρητικά θα μπορεί να πλήξει το στόχο του σε μεγαλύτερη απόσταση από ότι το δεύτερο αν και αυτή ακόμη η παραδοχή δεν είναι ικανή από μόνη της να προσφέρει την υπεροχή γιατί φυσικά αυτό εξαρτάται και από τις δυνατότητες των ίδιων των βλημάτων όπως είπαμε για την τρίτη κατηγορία.

Είναι επομένως σημαντικό ο κατάλληλος αισθητήρας να συνοδεύεται και από το ανάλογο σε ότι έχει να κάνει με τη μέγιστη εμβέλειά του όπλο το οποίο θα μπορεί να εκμεταλλευθεί τις μέγιστες δυνατότητές του ραντάρ.  Σε αντίθετη περίπτωση ο συνδυασμός ισχυρού αισθητήρα και «λιποβαρούς» βλήματος ή και το αντίθετο θα είναι απλά σπατάλη μέσων.

Το πρόβλημα με τις πραγματικές επιδόσεις των συστημάτων είναι πως αυτές κρατούνται «επτασφράγιστο» μυστικό και διαρκώς αναθεωρούμενες. Έτσι για τα δύο ανωτέρω συστήματα άλλες πηγές αναφέρουν ως απόσταση εγκλωβισμού στόχου, -ικανής δηλαδή απόστασης για την πραγματοποίηση βολής εάν υπάρχει και το κατάλληλο βλήμα- την περιοχή των 80 χλμ. με κάθε επιφύλαξη όμως για το (V) 9 αυτή να είναι μεγαλύτερη.

Σε ότι αφορά το APG-65GY αυτό διατηρεί μια απόσταση αποκάλυψης στόχου μαχητικού στα 111 χλμ. και βολής κάτω από τα 100 χλμ. ενδεχομένως στα 70 χλμ. ενώ τα V(2) και V (5) οι αντίστοιχοι αριθμοί κινούνται στα 60 και 70 χλμ. και για εγκλωβισμό στα 50 χλμ. με το (V) 5 να διατηρεί σαφώς μεγαλύτερη ακτίνα.

Τέλος και προ της έλευσης των Rafale στην ΠΑ το ραντάρ RBE2-AA παρέχει ακτίνα εγκλωβισμού στόχου (δηλαδή μπορεί να το βάλλει με το κατάλληλο πυρομαχικό) τα 130 χλμ. ενώ ο αριθμός των υπό παρακολούθηση στόχων ξεπερνά τους 50.

Αυτός είναι στην προκειμένη περίπτωση ο λόγος για τον οποίο τα ραντάρ AESA αποτελούν πλέον στάνταρ εξοπλισμό στο ρύγχος των πραγματικά σύγχρονων μαχητικών και φυσικά κοστίζουν τόσο ακριβά.

Οι αποστάσεις αποκάλυψης στόχων που επιτυγχάνουν είναι σημαντικά μεγαλύτερες από αυτές των συμβατικών συστημάτων, ενώ είναι και ασύγκριτα πιο ανθεκτικά σε περιβάλλον έντονων παρεμβολών. Τέλος, μπορούν σε πολύ πιο μικρότερο χρόνο (λιγότερο από το μισό) να κατηγοριοποιούν τις απειλές (από την πιο επικίνδυνη μέχρι την πιο απομακρυσμένη) που βλέπει στην οθόνη του ο ιπτάμενος, περιορίζοντας έτσι το φόρτο εργασίας του και αυξάνοντας κατακόρυφα το επίπεδο της επίγνωσης όσων συμβαίνουν μπροστά του (SA).

H ύπαρξη ενός τέτοιου συστήματος, επάνω σε ένα μαχητικό οπλισμένο με βλήματα αέρος-αέρος μέσης ή μεγάλης ακτίναςγίνεται θανατηφόρα για κάθε αντίπαλο όταν συνδυαστεί βέβαια με χαμηλό RCS (Radar Cross Section-Ηλεκτρομαγνητική υπογραφή).

Αν δηλαδή τοποθετήσουμε δύο ίδια συστήματα AESA σε ένα μεγάλο και ένα μικρών διαστάσεων μαχητικό με συμβατικά χαρακτηριστικά σχεδίασης (όχι φιλοσοφίας stealth), το μικρό μαχητικό θα εντοπίσει το μεγαλύτερο πρώτο και δεδομένου ότι θα έχει τις κατάλληλες επιδόσεις θα βρεθεί σε πλεονεκτική θέση για να εξαπολύσει πρώτο επίθεση. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τα F-16 και Mirage 2000 παρουσιάζουν μετωπικό RCS κατά 10 φορές μικρότερο από αυτό του F-4!

H αναλογία αυτή ισχύει βέβαια όταν τα αεροπλάνα είναι «καθαρά», χωρίς εξωτερικά φορτία δηλαδή. Όσο όμως το εξωτερικό φορτίο είναι μεγαλύτερο ανάλογα αυξάνει και το RCS. Αντίστοιχα αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σημαντικό πλεονέκτημα των σύγχρονων μαχητικών θεωρούνται τα χαρακτηριστικά stealth, περιλαμβανόμενων και των εσωτερικών καταπακτών μεταφοράς οπλισμού.

Το πρώτο μειονέκτημα των συμβατικών μαχητικών που καταργούν τα χαρακτηριστικά stealth είναι οπωσδήποτε το μεγάλο RCS των δικινητήριων, πολλαπλού ρόλου και –στις περισσότερες των περιπτώσεων- ογκωδών μαχητικών. Οι κεκλιμένες επιφάνειες της ατράκτου και των αεραγωγών και το αποκλίνων ουραίο πτέρωμα, είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε να διαχέουν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα προς τα πλάγια και πίσω, περιορίζοντας έτσι δραστικά την επιστροφή τους προς την κατεύθυνση της πηγής εκπομπής τους.

Στα χαρακτηριστικά σχεδίασης stealth όμως, περιλαμβάνεται και η απόκρυψη των πρώτων βαθμίδων του στροβίλου των κινητήρων (Compressor), που «παράγουν» τεράστιες επιστροφές.

Αν δηλαδή σταθεί κάποιος ευθεία μπροστά από τους αεραγωγούς ενός μαχητικού και είναι σε θέση να δει την πρώτη βαθμίδα του στροβίλου ή έστω μέρος της, τότε το συγκεκριμένο μαχητικό ανεξάρτητα από τις διαστάσεις και τη μετωπική του επιφάνεια έχει μεγάλο RCS.

Τελευταία δύο σημαντικά «παρελκόμενα» των σχεδιάσεων stealth είναι οι καταπακτές οπλισμού και οι ειδικές βαφές απορρόφησης μέρους της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που δέχεται το αεροπλάνο και μετατροπής της σε θερμότητα.

Έτσι στην παράμετρο «Βλέπω πρώτος-ρίχνω πρώτος», τα ραντάρ AESA και το χαμηλό RCS έχουν εξίσου σημαντικό ρόλο.  Κλείνοντας την συγκεκριμένη παράγραφο θα πρέπει όμως να διευκρινίσουμε κάτι: Τα χαρακτηριστικά stealth δεν καθιστούν αόρατο ένα αεροπλάνο στα ραντάρ… Απλά περιορίζουν σημαντικά την ακτίνα αποκάλυψης τους.

Γ) Διαλειτουργικότητα και διασυνδεσιμότητα (Interoperability)

O επαναστατικός παράγοντας Link-16: Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα διαχρονικά, στην εφαρμογή αποτελεσματικών τακτικών BVR ήταν και είναι ο εύκολος εντοπισμός των εκπομπών ραντάρ των μαχητικών από συστήματα αυτοπροστασίας και ηλεκτρονικού πολέμου του αντιπάλου.

Τρανταχτό παράδειγμα παραμένει το παλιό Mirage 2000EGΜ/BGΜ (που κάποιοι θέλουν να αποσύρουν χωρίς να τα δώσουν στην Κύπρο) που μπορεί μέσω του –ακόμα και σήμερα- εκπληκτικού ολοκληρωμένου συστήματος αυτοπροστασίας και Η/Π, ICMS 2000Mk.I που διαθέτει, όχι μόνο να αντιληφθεί έγκαιρα μία επίθεση εναντίον του, αλλά και να «τυφλώσει» αποτελεσματικά τα ραντάρ των αντίπαλων μαχητικών.

Το ιδανικό επομένως για ένα μαχητικό θα ήταν να μπορεί να εκτελέσει επίθεση με βλήματα BVR, με τον χειριστή του να έχει πλήρη εικόνα του έχοντας το ραντάρ του σε σιωπηλή διαμόρφωση (silent mode) και τους παρεμβολείς του συστήματος αυτοπροστασίας και Η/Π σε λειτουργία, χωρίς να εκπέμπει Η/Μ σήματα δηλαδή. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η χρήση συστήματος ζεύξης δεδομένων, επάνω στο αεροσκάφος.

Ενός συστήματος με άλλα λόγια που να του επιτρέπει να λαμβάνει (αλλά και να στέλνει) εικόνα και στοιχεία στοχοποίησης από τα ραντάρ, τα συστήματα αυτοπροστασίας και Η/Π και τα συστήματα IFF άλλων αεροσκαφών. Μαχητικών και μη.

Ο χειριστής ενός μαχητικού που είναι εξοπλισμένο με σύστημα Data Link, μπορεί με αυτόν τον τρόπο και διατηρώντας όλα τα συστήματα αποστολής του αεροσκάφους του κλειστά, να δει παίρνοντας εικόνα και στοιχεία από άλλα αεροπλάνα ή και επίγειους σταθμούς και σταθμούς επιφανείας, πόσα εχθρικά μαχητικά πετούν γύρω του, που ακριβώς βρίσκονται, με ποια ταχύτητα και σε ποιο ύψος κινούνται και προς τα πού κατευθύνονται.

Μπορεί επίσης να δει ποια από τα εχθρικά έχουν στοχοποιηθεί από ποια φίλια μαχητικά και ποιος έχει ρίξει και εναντίον ποίου! Τέλος, μπορεί ο ίδιος –πάντα χωρίς να εκπέμπει- να εκτοξεύσει βλήμα BVR εναντίον κάποιου εχθρικού που θεωρεί επικίνδυνο, ακόμα και αν η πορεία του τον απομακρύνει από αυτό. Είναι πίσω του δηλαδή…

Τα συστήματα Data Link ειδικά με τη μορφή του Link 16, έχουν φέρει πραγματική επανάσταση στη σχεδίαση και την υλοποίηση τακτικών BVR. Σε αυτή την επανάσταση έχει την τύχη να έχει «πρόσβαση» και η ΠΑ και μάλιστα με σημαντικό προβάδισμα έναντι της ΤΗΚ. Προς το παρόν έχει στη διάθεσή της τον πολλαπλασιαστή ισχύος που άκουει στο όνομα ΕΜΒ-145AEW&C (ΑΣΕΠΕ) και τα 30 F-16 Adv. της 335 και 336 Μοίρας που φέρουν Link 16.

Ένα EMB-145AEW&C που πετά πάνω από την Κρήτη για παράδειγμα, μπορεί να δίνει την εικόνα όλου του Αιγαίου σε δεκάδες μαχητικά εξοπλισμένα με Link 16 και να τους αναθέτει στόχους πετώντας σε ασφαλή περιοχή εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Παράλληλα την ίδια εικόνα μπορεί να «διοχετεύει» σε μονάδες του στόλου που είναι εξοπλισμένες με τη σειρά τους με Link 11, ενώ η δυνατότητά του να εντοπίζει και σκάφη επιφανείας σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, το καθιστά ιδανική πλατφόρμα και για τη διεξαγωγή αγώνα επιφανείας.     

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ