Η απόσυρση και η μεταβίβαση στην Γαλλία των  19 Mirage 2000EGM/BGM, όπως προβλέπει ο -περίεργος- αυτός όρος της συμφωνία αγοράς των μαχητικών Rafale F.3R, προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί σοβαρά ερωτήματα.

Όπως είχε γράψει πρώτο το pronews.gr όταν αποκάλυψε την συμφωνία αγοράς των Rafale F.3R τον Αύγουστο του 2020, η συμφωνία προέβλεπε την μεταβίβαση στην Γαλλία των 19 δελταπτέρυγων μαχητικών, τα οποία βρίσκονται από δομικής πλευράς  σε άριστη κατάσταση και σε καλή σε ότι αφορά τα υπόλοιπα συστήματα.

Πολλοί λένε πως η πρόωρη αυτή απόσυρση των αεροσκαφών συνδέεται με την αγορά των Rafale και το χαμηλότερο(;) οικονομικό τίμημα, αλλά τίποτα δεν έχει ξεκαθαρίσει πλήρως.

Πρόκειται για μονάδες οι οποίες όχι μόνο χρήσιμες εξακολουθούν να είναι αλλά και το κενό που θα αφήσουν θα είναι δυσαναπλήρωτο σε μια ΠΑ η οποία υποφέρει από χαμηλές διαθεσιμότητες και χρειάζεται με΄χρι και το τελευταίο μαχητικό που μπορεί να πετάξει.

Στις 27 Απριλίου του 1988 προσγειώθηκαν στην Τανάγρα τα πρώτα 4 αεροσκάφη (δύο μονοθέσια και δύο διθέσια).  Η πρώτη Μοίρα που θα παραλάμβανε και θα αξιοποιούσε τα αεροσκάφη η 331Μ «Θησέας» είχε συγκροτηθεί λίγες   ημέρες πριν στις 18 Απριλίου.

Στις 11 Αυγούστου του 1989 ακολούθησε η συγκρότηση της δεύτερης Μοίρας της 332Μ «Γεράκι», ενώ στην 114ΠΜ δημιουργήθηκαν και αρκετές νέες υποδομές αναγκαίες για την υποστήριξη των αεροσκαφών.

Τα Mirage 2000 θα πλαισιώσουν και στη συνέχεια θα αντικαταστήσουν τα Mirage F1CG σε ρόλους αναχαίτισης παρά το γεγονός ότι τα τελευταία θα παραμείνουν σε υπηρεσία μέχρι το καλοκαίρι του 2003.

Οι παραδόσεις των 40 Mirage 2000EGM/BGM (36 μονοθέσια και 4 διθέσια) θα ολοκληρωθούν  το 1992. Το Mirage 2000 έφερε μαζί και συγκεκριμένες τεχνολογικές καινοτομίες που για πρώτη φορά εμφανίζονταν στη διάθεση της ΠΑ.

Επειδή παραλήφθηκαν αρκετούς μήνες πριν τα F-16 (τα 4 πρώτα block 30 ‘έφτασαν στην Ελλάδα στις 15 Νοεμβρίου του 1988) το Mirage ήταν το πρώτο μαχητικό που διέθετε ψηφιακό σύστημα ελέγχου πτήσης, ραντάρ Doppler με ικανότητα look-up/look-down και δυνατότητα βολής BVR, Η/Υ αποστολής και άλλα συστήματα τα οποία για πρώτη φορά είχαν στη διάθεσή τους οι πιλότοι της ΠΑ. defencenet.gr

Τα αεροσκάφη χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε ρόλους αναχαίτισης με βλήματα Super 530D και Magic 2, αλλά και προσβολής στόχων επιφανείας με τα βλήματα AM. 39 Exocet.

Η 332 ΜΠΚ κηρύχτηκε επιχειρησιακή το Νοέμβριο του 1990 έπειτα από σχετική αξιολόγηση που διενεργήθηκε από το ΑΤΑ αναλαμβάνοντας την εκτέλεση αποστολών αναχαίτισης (ημέρα και νύχτα) σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.

Με την υπογραφή της αναθεωρημένης σύμβασης το Φεβρουάριο του 1992 για τη παράδοση και των υπόλοιπων 12 αεροσκαφών έπειτα από τα προβλήματα που προέκυψαν με τη λειτουργία Look Down του ραντάρ RDM, η γνωστή υπόθεση που είχε γίνει πρωτοσέλιδο τότε με τα περίφημα… «τυφλά» Mirage), ξεκίνησε και η αντίστροφη μέτρηση για τη συμπλήρωση της αριθμητικής σύνθεσης και των δύο Μοιρών σε αεροσκάφη.

Έπειτα από ορισμένες ανακατανομές προσωπικού και αεροσκαφών με την αδελφή 331 ΜΠΚ ολοκληρώθηκε και η σύνθεση της 332 ΜΠΚ, παραλαμβάνοντας 20 Mirage-2000 EGM/BGM με «ζυγό» αριθμό σειράς το Νοέμβριο του 1992.

Τα αεροσκάφη της 332 ΜΠΚ χρησιμοποιήθηκαν εντατικά  για 2 δεκαετίες αλλά ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του΄90 και μετά είχαν ξεκινήσει οι σκέψεις για τον εκσυγχρονισμό τους ή για την αγορά επιπρόσθετου αριθμού των πιο βελτιωμένων «-5». Έτσι στις 30 Απρίλιου του 1999 ανακοινώνεται η αγορά 15 νέων Mirage 2000-5 μαζί με την αναβάθμιση 10 EGM διαμορφώνοντας μια δύναμη των 25 αεροσκαφών εκ των οποίων τα 20 μονοθέσια και τα 5 διθέσια.

Τα Mirage 2000EGM/BGM

Το αεροσκάφος με το χαρακτηριστικό «Δ» της κατασκευής του μπορούσε και εξακολουθεί φυσικά από αεροδυναμικής άποψης και ισχύος κινητήρα αφού τα δύο αυτά στοιχεία παραμένουν αμετάβλητα τόσο στα EGM όσο και στα «-5» να ανταγωνιστεί το F-16 επί ίσοις όροις ανάλογα βέβαια των συνθηκών εμπλοκής.

Είναι γνωστό ότι το Mirage 2000 υπερτερεί του F-16 σε ύψη πάνω από 20.000 πόδια και σε μεγάλες ταχύτητες έχοντας καλύτερο βαθμό στιγμιαίας στροφής από το F-16 σε όλα τα ύψη και ταχύτητες ενώ το αμερικανικό μαχητικό διαθέτει καλύτερες επιδόσεις σε ύψη κάτω από τα 20.000 πόδια οι οποίες σταδιακά και με την παράταση της αερομαχίας μεταφράζονται σε καλύτερο βαθμό παρατεταμένης στροφής.

Αυτά σε ότι αφορά τις κλειστές εμπλοκές. Από άποψη ηλεκτρονικών τα Mirage 2000 διέθετε επίσης ισοδύναμο εξοπλισμό με τα τουρκικά F-16 block 30 που είχε ήδη παραληφθεί τότε (πρώτη παράδοση του τουρκικού F-16 block 30 στις 10 Ιουλίου του 1987) αλλά τα λάθη και οι ακατανόητες αποφάσεις δεν αποφεύχθηκαν  ούτε και τότε. 

Γιατί παραγγέλθηκε κατώτερο RDM έναντι του ανώτερου RDI;

Έτσι και άγνωστο ουσιαστικά γιατί (και από ποιον ή ποιους βέβαια) η ΠΑ επέλεξε το κατώτερων επιδόσεων ραντάρ RDM παρά το γεγονός ότι η κατασκευάστρια Dassault Aviation προσέφερε  το εξελιγμένο RDI και το οποίο μόλις είχε υιοθετηθεί από την γαλλική Αεροπορία.

Η κυριότερη δικαιολογία ήταν ότι το ΓΕΑ προτιμούσε ένα ραντάρ και με διαμορφώσεις αέρος-εδάφους  καθώς τότε το δόγμα του μαχητικού «πολλαπλού ρόλου» είχε «σαρώσει» όλη την ΠΑ, γιατί έτσι ήταν η μόδα τότε,  ενώ αντίθετα το RDI είχε έμφαση στις δυνατότητες αέρος-αέρος.

Το αποτέλεσμα ήταν η ΠΑ να παραλάβει ένα σύστημα το οποίο δεν έκανε ουσιαστικά καλά καμιά δουλειά! Στη συνέχεια όμως βελτιώθηκε.  

Ούτε εξυπηρετούσε τις απαιτήσεις της ΠΑ για εναέριο αγώνα αλλά ούτε και για προσβολές εδάφους ενώ βέβαια τα αεροσκάφη ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν για αποστολές αέρος-εδάφους.

Το ραντάρ των ελληνικών Mirage ήταν το RDM-3 το οποίο ήταν μια «εμπλουτισμένη» έκδοση του RDM Αυτή περιελάμβανε ορισμένες επιπλέον δυνατότητες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΠΑ, όπως η αύξηση κατά 9,2 χλμ. της μέγιστης απόστασης εντοπισμού για στόχο που πετά χαμηλότερα από το επίπεδο του αεροσκάφους ανερχόμενη από τα 37 χλμ. στα  46,3 χλμ. Μια άλλη βελτίωση ήταν αυτή της αύξησης της εμβέλειας στην λειτουργία όξυνσης της δέσμης Ντόπλερ (DBS) η οποία ενδείκνυται για την προσβολή στόχων εδάφους έχοντας τη δυνατότητα να γίνεται πιο λεπτομερής ανάλυση του εδαφικού αναγλύφου.

Τυπικά και από απόσταση 22 χλμ. μπορεί να ραντάρ να πραγματοποιήσει έρευνα παρέχοντας εικόνα που να διακρίνονται ακόμη και οι διάδρομοι σε ένα αεροδρόμιο. Η συγκεκριμένη διαμόρφωση ήταν μια πρώιμη λειτουργία της διαμόρφωσης συνθετικού διαφράγματος (SAR) που συναντούμε σήμερα στα σύγχρονα ραντάρ.

Άλλη βελτίωση αφορούσε την διαμόρφωση αποφυγής των εδαφικών εξάρσεων. defencenet.gr

Σε διαμόρφωση πυροβόλου το ραντάρ παρέχει πεδίο κάλυψης 3,5 μοιρών για εγκλωβισμένο στόχο σε αποστάσεις έως και 19 χλμ. με αυτόματη παρακολούθηση στο πεδίο του HUD, ενώ για τη βολή των S 530D το ραντάρ χρησιμοποιούσε τη λειτουργία συνεχούς κύματος CWI (Continuous Wave Illuminator).

Όλες οι πληροφορίες παρουσιάζονται στην κεντρική οθόνη του πιλοτηρίου όπου με κόκκινο χρώμα απεικονίζονται οι εδαφικές εξάρσεις που βρίσκονται πάνω από το επίπεδο πτήσης του αεροσκάφους και με πράσινο αυτές που βρίσκονται κάτω από αυτό, δίνοντας στον πιλότο την ευχέρεια για την αποφυγή σε συνθήκες χαμηλής διείσδυσης κατά τη νύκτα ή με κακές καιρικές συνθήκες.

Δύο άλλες βελτιωμένες λειτουργίες αφορούσαν τη βασική διαμόρφωση έρευνας επιφανείας με μέγιστη εμβέλεια τα 111 χλμ. και πεδίο σάρωσης τις 120 μοίρες.

Η πρώτη υποδιαμόρφωση είχε να κάνει με την μεγέθυνση της εικόνας στην κεντρική οθόνη κάνοντας ευκολότερη τη διάκριση δύο πολεμικών σκαφών που ήταν το ένα δίπλα στο άλλο ενώ η δεύτερη αφορούσε την απόρριψη μικρότερων αντικειμένων από την προβολή της εικόνας κάνοντας ευχερέστερο τον εγκλωβισμό του σκάφους επιφανείας. Στις διαμορφώσεις αέρος-αέρος το ραντάρ έχει τρεις τρόπους έρευνας: Μια κωνικής διατομής, μια κάθετης και μια στη γραμμή σκόπευσης.

Το σύστημα έχει μέγιστη απόσταση εντοπισμού μαχητικού με RCS 5 τ.μ. και οριζόντια σάρωση 120 μοιρών τα 92,6 χλμ. ενώ όταν η σάρωση «πέσει» στις 30 μοίρες τότε η απόσταση ανεβαίνει στα 111 χλμ. Το ραντάρ έχει δυνατότητα έρευνας ενώ σάρωση (track-while-scan) αλλά για μόνο για ένα στόχο χωρίς δυνατότητα λειτουργίας της σε μικρές αποστάσεις ή κατά την εκπομπή της δέσμης Doppler.

Το ραντάρ όμως δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Παρά τις προδιαγραφές που είχε θέσει η ΠΑ οι επιδόσεις του ιδιαίτερα στη διαμόρφωση κατόπτευσης ήταν περιορισμένες (μαζί με την εικόνα του στόχου εμφανίζονταν ως «δώρο» και ένα πακέτο παρεμβολών από το έδαφος κάνοντας τον εγκλωβισμό αδύνατο)  όπως και σε ορισμένες διαμορφώσεις αέρος-εδάφους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κρίση με την κατασκευάστρια εταιρεία αλλά και την  τότε κατασκευάστρια του ραντάρ Thomson-CSF.

Άσχετα από την κατάληξη της υπόθεσης σημασία έχει πως η ΠΑ προμηθεύτηκε ένα σύστημα τη στιγμή που υπήρχε ένα ανώτερο τεχνολογικά το RDI και αυτό ζημίωσε τόσο την ίδια όσο και το ελληνικό Δημόσιο. Η προμήθεια του RDM ήταν μια λάθος και ακατανόητη απόφαση.

Σε ότι αφορά τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό του αεροσκάφους αυτός αποτελείτο στα αεροσκάφη που παραδόθηκαν από το αδρανειακό σύστημα ναυτιλίας SAGEM Kearfott ULISS-52, το HUD της Thomson-CSF, κεντρική οθόνη τριών χρωμάτων 15 εκατ. παρουσίασης δεδομένων(HDD) VMC-180, οθόνη παρουσίασης των πληροφοριών από το RWR, αυτόματος πιλότος SPENA 605, δύο υπολογιστές όπλων ο ESD 2084 και ο εφεδρικός USG 284.

 Το κυριότερο όπλο των Mirage 2000 είναι τα βλήματα IR Magic 2 και ο πύραυλος Super 530D. Το γράμμα D σημαίνει Doppler και ήταν για να προσδιορίσει την έκδοση του πυραύλου ο οποίος συνεργάζεται με παλμικά ραντάρ Doppler σε σχέση με την αρχική έκδοση “-530F”. Ο “-530D”  ήταν, και αυτό γιατί  σήμερα τα 80 βλήματα που είχε προμηθευτεί η ΠΑ έχουν ουσιαστικά αποσυρθεί εξαιτίας της λήξης ζωής τους, το μόνο όπλο που σε συνεργασία με το RDM-3 εξασφάλιζε συνθήκες προσβολής στόχων πέρα του ορίζοντα. defencenet.gr

Επρόκειτο για ένα βλήμα με εμβέλεια 35 με 40 χλμ. ανάλογα του ύψους πτήσης και της ταχύτητας του αεροσκάφους κατά την εκτόξευση και μέγιστης ταχύτητας μεταξύ 4,6 mach και 5 mach (αρκεί το αεροσκάφος φορέας να είχε ταχύτητα άνω του 1,5 mach) και θεωρητικά το βλήμα μπορούσε να αναχαιτίσει στόχους σε ύψος 30.000 ποδών πάνω από το επίπεδο πτήσης του αεροσκάφους ή στόχους που πετούν στα 85.000 πόδια (26.000 μέτρα) ή χαμηλά ιπτάμενους στόχους που πετούσαν σε ύψος έως και 60μ, πάνω από το έδαφος.

Η μέγιστη φόρτιση που μπορεί να αναπτύξει ανέρχεται στα 35g κατά τη διάρκεια ελιγμών, Η καθοδήγηση του πυραύλου είναι ημιενεργή δηλαδή ο ερευνητής Super AD 26 λαμβάνει δεδομένα από το ραντάρ μέχρι την τελική προσβολή του στόχου. Το βλήμα ήταν καθαρά μια προσπάθεια της γαλλικής αμυντικής βιομηχανίας με βάση το «ψυχροπολεμικό» δόγμα, (το οποίο βέβαια δείχνει να επανέρχεται)  δηλαδή η αναχαίτιση ρωσικών βομβαρδιστικών που πετούν σε μεγάλο ύψος, πλην όμως ήταν ακατάλληλο για το περιβάλλον του Αιγαίου.

Είναι άγνωστο τι ποσοστά επιτυχίας  θα είχε το συγκεκριμένο βλήμα σε μια εναέρια αναμέτρηση στο χώρο του Αιγαίου ενώ βέβαια η μέθοδος της ημιενεργού καθοδήγησης της ίδιας που χρησιμοποιούσαν και τα βλήματα AIM-7 Sparrow είναι πλέον ξεπερασμένος εξαιτίας μεθόδων ηλεκτρονικού πολέμου, της παλαιότητας του ραντάρ RDM ενώ παράλληλα δεσμεύει το αεροσκάφος μέχρι την προσβολή του στόχου. defencenet.gr

Γιατί δεν εκσυγχρονίστηκαν τα 19 Mirage 2000EGB/BGM

Η σύμβαση για την προμήθεια των 15 νέων Mirage 2000-5 Mk2 έναντι κόστους 45 εκατ. € το ένα και για τον εκσυγχρονισμό των 10 Mirage 2000EGM/BGM έναντι 19 εκατ. € το καθένα υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2000, Σε άλλη ξεχωριστή σύμβαση είχε υπογραφεί η προμήθεια των όπλων δηλαδή των 300 MICA  EM/IIR και των 91 SCALP-EG.

Στην σύμβαση υπήρχε πρόβλεψη option για την αναβάθμιση και των υπολοίπων Mirage 2000 με το ίδιο ακριβώς κόστος δηλαδή στα 19 εκατ. € το κομμάτι όπως και για την αγορά τριών ακόμη Mirage 2000-5 Mk2 και αυτά με την ίδια τιμή. Η καταληκτική ημερομηνία για την υλοποίηση της option ήταν το 2006, δηλαδή οι Γάλλοι μας έδιναν περιθώριο 6 ετών μέχρι να αποφασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε με τα υπόλοιπα Mirage. Και αποφασίσαμε.

Αφήνοντας το χρόνο να παρέλθει χάνοντας μια πολύ συμφέρουσα πρόταση με κόστος για την Εθνική άμυνα. Το 2008 η ΠΑ επανήλθε ζητώντας από την Dassault πρόταση για την αναβάθμιση των αεροσκαφών. Αυτή τη φορά η τιμή όμως είχε ανέλθει στα 40 εκατ. € καθώς η γαλλική εταιρεία έπρεπε να ανοίξει την γραμμή παραγωγής η οποία είχε κλείσει το 2006, έτος που έληγε και η option.

Το ποσό είχε τότε χαρακτηριστεί υψηλό με αποτέλεσμα η αναβάθμιση να μην πραγματοποιηθεί. Ουσιαστικά έτσι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία εκσυγχρονισμού των αεροσκαφών σε πολύ χαμηλό κόστος με ευθύνη βέβαια της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΘΑ αν σκεφτεί κάνεις ότι το ανάλογο κόστος για τον εκσυγχρονισμό των ινδικών Mirage 2000 κυμαίνεται κοντά στα 55 εκατ. $!

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ