Αλλαγή στρατηγικής από τη Lockheed Martin στην ελληνική αγορά για F-16/F-35 (Ανανέωση)
Αλλαγή πλεύσης σε ότι αφορά την προσπάθεια προώθησης στην ελληνική αγορά των F-16/F-35 από την κατασκευάστρια αμερικανική εταιρία Lockheed Martin. Σύμφωνα με όσα παρουσίασε νωρίτερα σήμερα σε συνέντευξή Τύπου η αμερικανική εταιρεία, χωρίς να απαρνείται τα πλεονεκτήματα που δίνουν τα stealth χαρακτηριστικά στο F-35, εν τούτοις αποδίδει πλέον μεγάλη βαρύτητα στον όγκο του οπλικού φορτίου που μπορεί να μεταφέρει σε εξωτερικούς σταθμούς ανάρτησης οπλισμού. Δηλαδή καλά τα stealth χαρακτηριστικά, αλλά κάλλιστο το μεγάλο οπλικό φορτίο. Είναι η πρώτη φορά που η Lockheed Martin παραδέχεται εμμέσως ότι το F-35 σε stealth διαμόρφωση, στις αποστολές υποστήριξης ή αεροπορικής μάχης, δεν μεταφέρει ικανοποιητικό φορτίο όπλων και θα πρέπει να έχουν προηγηθεί αποστολές SEAD με stealth διαμόρφωση για να επιχειρήσει εν συνεχεία με μεγάλο φορτίο, αλλά σε συμβατική διαμόρφωση πλέον.
Αλλαγή πλεύσης σε ότι αφορά την προσπάθεια προώθησης στην ελληνική αγορά των F-16/F-35 από την κατασκευάστρια αμερικανική εταιρία Lockheed Martin. Σύμφωνα με όσα παρουσίασε νωρίτερα σήμερα σε συνέντευξή Τύπου η αμερικανική εταιρεία, χωρίς να απαρνείται τα πλεονεκτήματα που δίνουν τα stealth χαρακτηριστικά στο F-35, εν τούτοις αποδίδει πλέον μεγάλη βαρύτητα στον όγκο του οπλικού φορτίου που μπορεί να μεταφέρει σε εξωτερικούς σταθμούς ανάρτησης οπλισμού. Δηλαδή καλά τα stealth χαρακτηριστικά, αλλά κάλλιστο το μεγάλο οπλικό φορτίο. Είναι η πρώτη φορά που η Lockheed Martin παραδέχεται εμμέσως ότι το F-35 σε stealth διαμόρφωση, στις αποστολές υποστήριξης ή αεροπορικής μάχης, δεν μεταφέρει ικανοποιητικό φορτίο όπλων και θα πρέπει να έχουν προηγηθεί αποστολές SEAD με stealth διαμόρφωση για να επιχειρήσει εν συνεχεία με μεγάλο φορτίο, αλλά σε συμβατική διαμόρφωση πλέον.
Αλλαγή πλεύσης σε ότι αφορά την προσπάθεια προώθησης στην ελληνική αγορά των F-16/F-35 από την κατασκευάστρια αμερικανική εταιρία Lockheed Martin.
Σύμφωνα με όσα παρουσίασε νωρίτερα σήμερα σε συνέντευξή Τύπου η αμερικανική εταιρεία, χωρίς να απαρνείται τα πλεονεκτήματα που δίνουν τα stealth χαρακτηριστικά στο F-35, εν τούτοις αποδίδει πλέον μεγάλη βαρύτητα στον όγκο του οπλικού φορτίου που μπορεί να μεταφέρει σε εξωτερικούς σταθμούς ανάρτησης οπλισμού. Δηλαδή καλά τα stealth χαρακτηριστικά, αλλά κάλλιστο το μεγάλο οπλικό φορτίο.
Είναι η πρώτη φορά που η Lockheed Martin παραδέχεται εμμέσως ότι το F-35 σε stealth διαμόρφωση, στις αποστολές υποστήριξης ή αεροπορικής μάχης, δεν μεταφέρει ικανοποιητικό φορτίο όπλων και θα πρέπει να έχουν προηγηθεί αποστολές SEAD με stealth διαμόρφωση για να επιχειρήσει εν συνεχεία με μεγάλο φορτίο, αλλά σε συμβατική διαμόρφωση πλέον.
Το δεύτερο σημείο που είναι ευδιάκριτη η αλλαγή στρατηγικής αφορά τον αριθμό των αεροσκαφών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν η LM φαίνεται να προσανατολίζεται πλέον σε μία πρόταση «πακέτο» που περιλαμβάνει την αγορά 40 με δικαίωμα προαίρεσης (option) 20 επιπλέον αεροσκάφη F-16 Block 52 + Advanced ή Block 60 (ραντάρ AESA) και στη συνέχεια την προμήθεια 60 με 80 F-35. Μέχρι σήμερα προωθούσε μία “μικρή” αγορά περί των 20 αεροσκαφών, όπως αυτό έχει καταγραφεί σε δηλώσεις στελεχών της…
Πάντως εξακολουθεί η στρατηγική της προώθησης F-16 είτε με, είτε χωρίς AESA, ένα είδος «ενδιάμεσης λύσης» για την ταχύτερη δυνατή και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών της ΠΑ μέχρι το 2014, οπότε και η εταιρεία δεσμεύεται για την έναρξη παραδόσεων του F-35 Lightning II, και σε δεύτερη φάση η προμήθεια αριθμού F-35 Lightning II, για την κάλυψη των αναγκών πέραν του 2015.
Πάντως για πρώτη φορά ίσως παρουσιάστηκε τόσο εμφατικά η δυνατότητα του F-35 να χρησιμοποιηθεί ως μαχητικό πρώτης προσβολής («first strike»). Ένα εύλογο ερώτημα είναι αν η ελληνική Π.Α. χρειάζεται ένα μαχητικό για “first strike”.
Συγκεκριμένα πλήρως εκμεταλλευόμενο το χαρακτηριστικό χαμηλής παρατηρησιμότητας (stealth) του και μεταφέροντας όπλα, συνολικού βάρους 5.200 λιβρών (περίπου 2.500 κιλά), μόνο στις εσωτερικές αποθήκες οπλισμού του, το F-35, κατά την LM πάντα, αποτελεί την ιδανική πλατφόρμα για την καταστολή/καταστροφή της εχθρικής αεράμυνας (Suppression of Enemy Air Defense –SEAD/Destruction of Enemy Air Defense – DEAD).
Σε αυτό το επιχειρησιακό πλαίσιο και μετά την καταστολή/καταστροφή της εχθρικής αεράμυνας, όταν δηλαδή το επίπεδο απειλής θα έχει μειωθεί σημαντικά, τότε το αεροσκάφος μεταφέροντας το καθόλα «αξιοπρεπές» οπλικό φορτίο των 18.500 λιβρών (εσωτερικά και εξωτερικά αναρτημένων), δηλαδή 7.500 κιλά, μπορεί πλέον να επιχειρεί ως ένα τυπικό μαχητικό παλαιότερης γενιάς.
Ιδιαίτερη εντυπωσιακή ήταν η απεικόνιση από την εταιρεία του F-35 φορτωμένου με συμβατικές βόμβες ή με πυραύλους αέρος-αέρος αναρτημένους σε εξωτερικούς φορείς, που καταδείκνυαν ένα απόλυτα συμβατικό αεροσκάφος, το οποίο βέβαια προοριζόταν να επιχειρεί σε ένα περιβάλλον πλήρως εξουδετερωμένης εχθρικής αεράμυνας.
Ένα εύλογο ερώτημα π.χ. είναι γιατί το 2017 ένα επανδρωμένο μαχητικό να χρησιμοποιείται σε αποστολές SEAD και όχι ένα UCAV, όπως το Νeuron. Ή ποιός εγγυάται την καταστροφή της εχθρικής αεράμυνας με “first strike” και τι θα συμβεί αν τα F-35 εμπλακούν σε αερομαχία χωρίς τα χαρακτηριστικά steath, δεδομένων των αεροδυναμικών περιορισμών του αεροσκάφους, θυσία στον “βωμό” των stealth ιδιοτήτων;
Το επιχειρησιακό μοντέλο που αναφέρθηκε είναι προφανές ότι ναι μεν εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες και τα εγγενή χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου μαχητικού αλλά δεν θα αποφύγουμε τον πειρασμό να σημειώσουμε ότι αφενός προς το παρόν παραμένουν άγνωστες, τουλάχιστον για το ευρύ κοινό, οι δυνατότητες του στην εναέρια μάχη, αλλά και ότι επιβεβαιώνεται για πρώτη φορά από επίσημα χείλη ότι η μεταφορά οπλικού φορτίου σε διαμόρφωση «stealth» είναι περιορισμένη για να μην χρησιμοποιήσουμε την λέξη “ανεπαρκής”.
Αναφορικά με την τιμή του F-35 δηλώθηκε ότι τα ποσά που έχουν δει το πρόσφατα φως της δημοσιότητας αντιστοιχούν σε αεροσκάφη του χαμηλού ρυθμού αρχικής παραγωγής (LRIP: Low Rate Initial Production) και ότι το κόστος ενός αεροσκάφους παραγωγής θα είναι σημαντικά μικρότερο.
Η παρουσίαση περιλάμβανε επίσης λεπτομέρειες για τα προγράμματα εκσυγχρονισμού των ελληνικών F-16 που έχει υποβάλλει ως προτάσεις η αμερικανική εταιρεία στο ΓΕΑ. Για την ακρίβεια, η LM έχει υποβάλλει προτάσεις για το σύνολο των μαχητικών F-16 που επιχειρεί η ΠΑ με σκοπό την αναβάθμιση και την ομογενοποίηση του στόλου και κατά συνέπεια τη μείωση του κόστους λειτουργίας.
Οι προτάσεις αυτές αφορούν τον εκσυγχρονισμό των εναπομεινάντων 28/4 F-16C/D Block 30 (πρόγραμμα Peace Xenia I) σε διαμόρφωση CCIP LITE, την αναβάθμιση των 32/8 F-16C/D Block 50 (πρόγραμμα Peace Xenia II) σε Peace Xenia IV ή CCIP-GR και τέλος την αναβάθμιση των 38/20 F-16C/D Block 52+ (πρόγραμμα Peace Xenia III), σε Peace Xenia IV.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατα η ΕΑΒ παρέδωσε στην Αεροπορία των ΗΠΑ το 32ο F-16 στο οποίο έχει εφαρμοστεί το πρόγραμμα CCIP. Επίσης κατά τη διάρκεια της συνέντευξης απενεμήθη στην ΕΑΒ τιμητική διάκριση για την παραγωγή και παράδοση στην LM του 100ου τμήματος της οπίσθιας ατράκτου F-16, στο πλαίσιο ενός προγράμματος το οποίο έχει ξεκινήσει το 2004. Ανακοινώθηκε δε και η σύναψη συμφωνίας για τη συνεργασία των δύο εταιρειών στο πρόγραμμα του C-130J Super Hercules που αφορά υποκατασκευαστικό έργο. Λεπτομέρειες για την συμφωνία πρόκειται να ανακοινωθούν το αμέσως προσεχές διάστημα.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης η εταιρεία ανακοίνωσε την απογείωση των πρώτων 4 ελληνικών F-16 Block 52+ Advanced από το Φορτ Γουόρθ του Τέξας για τη μεταφορά τους, με ιπτάμενους της Αεροπορίας των ΗΠΑ, στην Ελλάδα όπου πρόκειται να αφιχθούν στην Αεροπορική Βάση του Αράξου το απόγευμα της Παρασκευής 22 Μαΐου.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο ζήτημα του συστήματος αυτοπροστασίας ASPIS II με το οποίο είναι εξοπλισμένα τα νέα αεροσκάφη και το οποίο ως γνωστόν παραμένει ως πρόγραμμα σε εκκρεμότητα καθώς δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα οι πτητικές δοκιμές στο ΚΕΑΤ (Κέντρο Εκπάιδευσης Αεροπορικής Τακτικής) που απαιτεί η ΠΑ για να πιστοποιήσει την αποτελεσματικότητα των λύσεων που έχει υιοθετήσει η Raytheon για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στις αρχικές δοκιμές του συστήματος.
Η LM, σύμφωνα με τους ανθρώπους της εταιρείας, αφού πρώτα ολοκλήρωσε τις εργοστασιακές πτητικές δοκιμές πραγματοποιώντας περίπου 50 δοκιμαστικές πτήσεις (ας σημειωθεί εδώ ότι τα ελληνικά F-16 Block 52 + Advanced έχουν χρησιμοποιήσει ως βάση [Feed-Down] το λογισμικό των πολωνικών αεροσκαφών και ως εκ τούτου πολλά χαρακτηριστικά είχαν δοκιμαστεί στο πλαίσιο του πολωνικού προγράμματος) παρέδωσε τα αεροσκάφη στην αμερικανική Αεροπορία, η οποία στο πλαίσιο της διακρατικής σύμβασης που υπογράφηκε για την προμήθειά τους, τα υπέβαλλε στις απαιτούμενες πτητικές δοκιμές για να διαπιστωθεί η πλήρης διαλειτουργικότητα των συστημάτων και υποσυστημάτων τους ώστε με την επιτυχή ολοκλήρωση των δοκιμών να παραδοθούν στον πελάτη.
Με άλλα λόγια, η εταιρεία παραδίδει τα αεροσκάφη εξοπλισμένα με το σύστημα ASPIS II, το οποίο στο πλαίσιο της διακρατικής συμφωνίας Peace Xenia IV είναι υλικό παρεχόμενο από την ελληνική κυβέρνηση (GFE: governmental furnished equipment), έχοντας επιτελέσει το σύνολο των ελέγχων διαλειτουργικότητας ώστε τα αεροσκάφη να γίνουν αρχικά αποδεκτά από την αμερικανική Αεροπορία και στην συνέχεια από την ΠΑ.
Καλά πληροφορημένες πηγές του ΥΠΕΘΑ δήλωσαν στο www.defencenet.gr ότι οι έλεγχοι διαλειτουργικότητας δεν υποκαθιστούν ούτε αναιρούν την απαίτηση της ελληνικής πλευράς για τη διεξαγωγή πτητικών δοκιμών επιχειρησιακής απόδοσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΠΑ. Aρα αν στις δοκιμές επί ελληνικού εδάφους αποδειχθεί ότι το σύστημα δεν πληροί τις προδιαγραφες που έχει θέσει η Π.Α. δεν θα το κάνει αποδεκτό! Και το ερώτημα είναι τι θα συμβεί σε αυτή την περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στην αρχική σύμβαση; Δηλαδή το αεροσκάφος να έχει γίνει αποδεκτό, αλλά να απορριφθεί ένα από τα εγκατεστημένα κρίσιμα υποσυστήματά του!
Είναι κατανοητό ότι το φαινόμενο που παρουσιάζεται, δηλαδή η ΠΑ να παραλαμβάνει μαχητικά εξοπλισμένα με το σύστημα ASPIS II ενώ ακόμα δεν έχει παραλάβει το εν λόγω σύστημα από τη Raytheon αποτελεί παρεπόμενο της διαδικασίας FMS (Foreign Military Sales) που διέπει τις διακρατικές συμβάσεις Ελλάδας – ΗΠΑ αλλά και αυτής ακόμα της χρονικής αλληλουχίας των συμβάσεων αφού η εμπορική σύμβαση για το ASPIS II υπογράφηκε το 2003, ενώ η διακρατική σύμβαση για το πρόγραμμα απόκτησης των νέων μαχητικών Peace Xenia IV το 2005.
Φυσικά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το 2005, ουδείς φανταζόταν ότι πέντε περίπου χρόνια μετά την υπογραφή της σύμβασης των μαχητικών και εφτά περίπου χρόνια μετά την υπογραφή της σύμβασης για το σύστημα αυτοπροστασίας ASPIS II θα συνέχιζε να παρουσιάζει προβλήματα. Από την άλλη πλευρά όμως θα έπρεπε οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να είχαν καλύψει και αυτή την περίπτωση κατά την κατάρτιση της διακρατικής συμφωνίας.
Τμήμα ειδήσεων www.defencenet.gr