Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία θα διαρκέσει ακόμα τρία χρόνια – Τι δείχνει ο ρυθμός προέλασης των Ρώσων
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ικανότητα της Ουκρανίας να προβάλλει μεγαλύτερη αντίσταση
Το ενδεχόμενο ο πόλεμος στην Ουκρανία να τελειώσει το 2027 με βάση το σημερινό ρυθμό της ρωσικής προέλασης, αιτιολογεί με μία πολύ σοβαρή ανάλυση ο Σουηδός στρατιωτικός εμπειρογνώμονας Μίκαελ Βάλτερσον (από τους σοβαρότερους αναλυτές παγκοσμίως που να διαθέτει στέρεη αντικειμενική κρίση στηριζόμενη στα πραγματικά γεγονότα).
Ο ίδιος είναι πρώην αξιωματικός των σουηδικών βασιλικών ενόπλων δυνάμεων και επικεφαλής του επιτελείου σε θέματα άμυνας στο δεξιό κόμμα των Δημοκρατών και διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις (και κυρίως την θέληση χωρίς επιβαλλόμενες παρωπίδες) για να κρίνει στρατιωτικά ζητήματα.
Όπως αναφέρει ο ρυθμός των ρωσικών εδαφικών κερδών αυξάνεται, αλλά ακόμη και με μια συνεχιζόμενη μέτρια αύξηση, αυτά τα κέρδη από μόνα τους πιθανώς δεν θα αναγκάσουν την Ουκρανία να εγκαταλείψει τον αγώνα της νωρίτερα από το 2027.
Φυσικά, παίζουν ρόλο κι άλλοι παράγοντες όπως το ενδεχόμενο μίας μειωμένης δυτικής υποστήριξης όπως και μία κατάρρευση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων ή μια σημαντική ρωσική σημαντική προώθηση που θα μπορούσε να αλλάξει τα πάντα πολύ πιο γρήγορα.
Το 2023 ήταν στην πραγματικότητα ένα αδιέξοδο.
Και οι δύο πλευρές πήραν κάποιο έδαφος και η Ρωσία είχε καθαρό κέρδος περίπου 150 τ.χλμ. (με κίτρινο χρώμα στον χάρτη), δηλαδή το 1/4000 της Ουκρανίας, που σημαίνει ότι αυτό είναι αδιέξοδο.
Τώρα πολλοί Ουκρανοί αναφέρονται στο γεγονός ότι η Ρωσία κατέλαβε 5,5 φορές περισσότερα εδάφη τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο σε σχέση με ολόκληρο το 2023!
Αυτή είναι σημαντική πρόοδος, αλλά ακόμα πολύ μικρή σε σύγκριση με το μέγεθος της Ουκρανίας.
Κατά τους πρώτους 9 μήνες του 2024, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν 1558 τ.χλμ. (κόκκινο 1), δηλαδή περίπου το 0,25% της ουκρανικής επικράτειας.
Ο μέσος ημερήσιος ρυθμός ρωσικής προόδου τον Οκτώβριο είναι υψηλότερος από ό,τι τον Σεπτέμβριο, και είναι πιθανός ένας μέσος όρος 750 τετραγωνικών χιλιομέτρων ανά μήνα τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο.
Αυτό θα έδινε περίπου 2250 τ.χλμ. (κόκκινο 2) στην Ρωσία κατά το 4ο τρίμηνο.
Το τελικό αποτέλεσμα 3500-4000 τ.χλμ (κόκκινο 1+2) θα ήταν περίπου 0,67% της Ουκρανίας.
Πολύ περισσότερο από ό,τι το 2023, αλλά με αυτόν τον ρυθμό θα χρειαστούν ακόμα περίπου 120 χρόνια για να κατακτηθούν τα υπόλοιπα μέρη της Ουκρανίας.
Η πιθανή πρώτη γραμμή στο τέλος του 2024 είναι με κόκκινο στο χάρτη 2.
Εάν η Ουκρανία δεν λάβει πολύ περισσότερη βοήθεια από τις δυτικές χώρες, η ανισορροπία μεταξύ ρωσικών και ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων θα αυξηθεί και είναι πιθανός ένας ακόμη πιο γρήγορος ρυθμός προόδου για τους Ρώσους από το 2025.
Με τον ίδιο ρυθμό προόδου όπως κατά το 4ο τρίμηνο, οι ρωσικές δυνάμεις θα καταλάμβαναν 10.000 τ.χλμ. (μωβ 1-3) το 2025 και με πιθανό διπλασιασμό αυτής της ταχύτητας, 20.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα (μωβ 1-4).
Αυτό πιθανότατα θα οδηγούσε στην ολική κατάκτηση της περιφέρειας του Ντόνετσκ, συμπεριλαμβανομένων των Κραματόρσκ και Σλοβιάνσκ.
Εκτός αυτού, υπάρχει επίσης κάποια πρόοδος στις περιφέρειες Ζαπορίζια, στο ανατολικό Ντνίπρο, στο ανατολικό Χάρκοβο και στο βόρειο Σούμι.
Δείτε τον χάρτη 2 για την πιθανή πρώτη γραμμή στα τέλη του 2025, με κέρδος 20.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων για τους Ρώσους.
Αυτό θα θεωρηθεί ως τεράστια ρωσική πρόοδος, αλλά θα εξακολουθούσε να είναι μόνο το 3,33% της Ουκρανίας, δηλαδή 24 χρόνια συνεχούς πολέμου!
Στην πραγματικότητα δεν θα άλλαζε πολλά για την Ουκρανία, αλλά οι ψυχολογικές του επιπτώσεις θα ήταν τεράστιες, τόσο μεταξύ των Ουκρανών όσο και της κοινής γνώμης στη Δύση.
Υπάρχει ήδη μια στροφή, τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Δύση.
Ένα αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού δεν πιστεύει πλέον σε μια ουκρανική νίκη και αυτή η τάση θα συνεχιζόταν εάν η Ουκρανία είχε ένα ολοένα χειρότερο 2025, από το 2024.
Αλλά αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να τελειώσει ο πόλεμος. Η διαφορά μεταξύ των ρωσικών απαιτήσεων και του τι μπορεί να δεχτεί η Ουκρανία θα ήταν ακόμα πολύ μεγάλη.
Το κύριο πρόβλημα είναι ότι οι ρωσικές διεκδικήσεις θα αυξηθούν λόγω των στρατιωτικών επιτυχιών και ακόμη και αν αυξανόταν και η προθυμία της Ουκρανίας να αποδεχθεί ορισμένες ρωσικές απαιτήσεις, η διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών θα ήταν η ίδια.
Εάν ο σκληρός πόλεμος το 2026 είχε ως αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας, ας πούμε 40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα (μωβ 1-5), αυτά θα έχουν διπλασιαστεί σε σχέση με το 2025, τότε η συνειδητοποίηση της ματαιότητας του συνεχιζόμενου πολέμου για την Ουκρανία, θα γινόταν προφανής σε όλους, εκτός ορισμένων ακραίων.
Μια τέτοια πρόοδος θα μπορούσε να θέσει το Χάρκοβο, το Σούμι, το Ντνίπρο και την Ζαπορίζια στα ρωσικά χέρια.
Τότε θα υπήρχε επίσης πραγματική απειλή για όλη την ουκρανική επικράτεια ανατολικά του Δνείπερου και κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας.
ANALYSIS: RUSSIAN TERRITORIAL GAINS WILL NOT END THE WAR BEFORE 2027.
The tempo of Russian territorial gains are increasing, but even with a continued moderate increase, those gains in itself will probably not force Ukraine to give up until at the earliest 2027. A disclaimer is… pic.twitter.com/OPjjGlcWnR— Mikael Valtersson (@MikaelValterss1) October 16, 2024
Αυτή είναι η απαιτούμενη κατάσταση για να εγκαταλείψει η Ουκρανία τον πολεμικό της αγώνα και να αποδεχτεί σκληρούς ρωσικούς όρους, αλλά αλλά δεν είναι σίγουρο ότι η Ρωσία θα ήθελε να τερματίσει τον πόλεμο εκείνη τη στιγμή.
Οι επαρχίες της Μαύρης Θάλασσας και της δυτικής Νοβορόσια (κόκκινη γραμμή χάρτης 3) μπορεί να είναι πολύ δελεαστικές και η Ουκρανία πιθανότατα δεν θα τις εγκαταλείψει χωρίς μάχη.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συνέχιση του πολέμου κατά τη διάρκεια του 2027.
Μια τεράστια και απίθανη αύξηση της δυτικής υποστήριξης θα μπορούσε να σταθεροποιήσει την κατάσταση και μια μερική κατάρρευση της Ουκρανίας θα μπορούσε να επιβραδύνει την πιθανή ρωσική πρόοδο ώστε τα προβλεπόμενα αποτελέσματα του 2025 να τα έχει το 2026 αλλά αυτό φαντάζει πολύ δύσκολο να γίνει λόγω της εξάντλησης των δυτικών κοινωνιών και οικονομιών.
Υπάρχει ένας ακόμα παράγοντας που επηρεάζει την δυνατότητα της Ουκρανίας να συνεχίσει τον πόλεμο και αυτός είναι η έλλειψη στρατιωτικού προσωπικού και η περιορισμένη δυνατότητα της να αντλήσει νέες εφεδρείες.