Η αεράμυνα περιοχής στο Αιγαίο και στην Αν.Μεσόγειο και η σημασία της
Γιατί η παραλαβή των FDI με μισό οπλισμό είναι επικίνδυνη για το ΠΝ
Η κυβέρνηση δεν είπε την αλήθεια σε ότι αφορά τις φρεγάτες FDI που αποκτά το ΠΝ η καθώς τα δύο πρώτα σκάφη θα έχουν τις μισές αντιαεροπορικές δυνατότητες, μέχρι και την ολοκλήρωση και της τρίτης φρεγάτας, κάπου στο 2030-2032, οπότε τότε θα τοποθετηθούν τα «κελιά» με τους επιπλέον 16 πυραύλους α/α τύπου ASTER-30
Επίσης πρώτο και δεύτερο σκάφος που πρόκειται να ναυπηγηθούν στα γαλλικά ναυπηγία θα στερούνται και του αντιβληματικού συστήματος RAM που θα τοποθετηθεί και αυτό μεταξύ του 2030-32.
Όλα αυτά υποτίθεται για να επιταχυνθεί η ναυπήγηση των FDI και να μπουν στην ίδια γραμμή παραγωγής με τις γαλλικές FDI.
Ελπίζεται το πρώτο σκάφος να είναι έτοιμο το 2026, το δεύτερο σκάφος το 2028 και το τρίτο σκάφος -αν όλα πάνε καλά- το 2030. Μετά τα δύο πρώτα πλοία θα αποσυρθούν από την υπηρεσία για περίπου έναν χρόνο προκειμένου να υποστούν αυτή την ανακατασκευή. Επειδή ποτέ τα ναυπηγικά προγράμματα δεν πάνε βάση των αρχικών σχεδιασμών, τρεις πλήρως εξοπλισμένες φρεγάτες αποκλείεται να έχει το ΠΝ πριν το 2032, στην καλύτερη περίπτωση.
Θα πρέπει να εξηγήσουμε λεπτομερώς πόσο σημαντική είναι η αεράμυνα περιοχής στην σημερινή εποχή.
Όταν το 2004 αποφασίστηκε η απόσυρση και του τελευταίου αντιτορπιλικού κλάσης Charles F. Adams (το Α/Τ ΚΙΜΩΝ), το ΠΝ ουσιαστικά έχασε την πρωτοκαθεδρία στον χώρο του Αιγαίου και της Αν. Μεσόγειου σε ότι αφορά την αεράμυνα περιοχής. Αυτό γιατί τα C. F. Adams αυτό προσέφεραν μοναδικές (για τότε) ικανότητες με τους πυραύλους Standard SM-1 που ενσωμάτωναν.
Η αεράµυνα περιοχής, ως αποστολή, δεν είναι τόσο η απόσταση που µπορούν να βάλλουν οι αντιαεροπορικοί πύραυλοι όσο είναι το σύνολο των συστηµάτων που µπορούν να εκτελέσουν πρόσκτηση, ανάλυση , διαµοιρασµό και εν συνεχεία αντιµετώπιση των εναέριων απειλών σε µια απόσταση που επιτρέπει σε άλλα πλοία να δρουν κάτω από αυτή την οµπρέλα κάλυψης εµβέλειας πολλών χιλιοµέτρων (συνήθως άνω των 40χλµ.).
Η εµβέλεια αυτή πολλές φορές επιτρέπει να τεθούν εντός της εµβέλειας των όπλων τους και τα ίδια τα αεροσκάφη που εκτοξεύουν τα όπλα και προσπαθούν να προσβάλουν τα φίλια πλοία.
Και αυτό ήταν τα α/τ C. F. Adams για το ΠΝ, οι ναυαρχίδες που θα κάλυπταν τα υπόλοιπα σκάφη από τις αεροπορικές απειλές ώστε εκείνα να εκτελέσουν τις αποστολές που είχαν αναλάβει απρόσκοπτα καθώς και ο σύνδεσµος τους µε το επιτελείο ή άλλες µοίρες πλοίων µέσω των εκτεταµένων συστηµάτων διοίκησης και επικοινωνιών που είχαν για τον καλύτερο συντονισµό µε σκοπό την µεγιστοποίηση των αποτελεσµάτων.
Τα Adams και το ζήτηµα των KIDD
Τα 4 αµερικανικά αντιτορπιλικά Adams παρελήφθησαν από το ΠΝ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (1991-1992) στο πλαίσιο της ανταπόδοσης για την συνεισφορά της χώρας µας στον πρώτο πόλεµο του Κόλπου.
Ήταν πλοία κατηγορίας αντιτορπιλικών κατευθυνόµενων βληµάτων εκτοπίσµατος 4.500 τόνων και µήκους 133 µέτρων βασισµένα στην κλάση Forrest Sherman όπου ο σκοπός ναυπηγήσεως τους ήταν να καλύψουν µε αντιαεροπορική άµυνα µεγάλης εµβελείας µέσω του συστήµατος Tartar µονού ή διπλού εκτοξευτή (τα πρώτα 13 πλοία) χρησιµοποιώντας τους SM-1(εµβέλειας 45 χλµ.) και ηλεκτρονικό εξοπλισµό που αν και ήταν ξεπερασµένης τεχνολογίας για το αµερικανικό Ναυτικό για τα δεδοµένα της εποχής που ενταχθήκαν στο ΠΝ ήταν αυτό που χρειάζονταν.
Όµως η παλαιότητα των σκαφών (ναυπηγηµένα µεταξύ 1962-1963), οι µεγάλες ανάγκες πληρώµατος (310-333 άτοµα) καθώς και το πολύ περίπλοκο σύστηµα πρόωσης (είχε προκληθεί θάνατος κατά τι διάρκεια ασκήσεως) έκαναν την διατήρηση τους σε υπηρεσία αδύνατη.
Εκτιµώντας το ΠΝ την ανάγκη για σκάφη αεράµυνας περιοχής προσπάθησε να τα αντικαταστήσει µε τα αποσυρόµενα τότε σκάφη τύπου KIDD εκτοπίσµατος 9.780 τόνων και µήκους 171 µέτρων µια τροποποιηµένη κλάση των α/τ Spruance µε καθήκοντα αεράµυνας περιοχής µέσω της εφαρµογής του προγράµµατος NTU (New Threat Upgrade) που περιλάµβανε την εγκατάσταση µιας ολόκληρης σειράς συστηµάτων µε στόχο την κάλυψη του νέου τους ρολού.
Τα σηµαντικότερα από τα συστήµατα αυτά ήταν τα AN/SPS-49, AN/SPS-48E, AN/SYS-2, AN/SPG-51, ACDS κ.α. και φυσικά οι διπλοί εκτοξευτές Mk 26 για πυραύλους SM-2MR.
Όµως το υψηλό κόστος απόκτησης (ζητούνταν 750 εκ .δολάρια) και συντήρησης σε συνδυασµό µε την µη αποδέσµευση των πυραύλων τύπου SM-2 (εµβέλεια 165 χλµ.) έκαναν αδύνατη την αποδοχή των σκαφών από µέρους της Ελλάδας.
Έτσι σε εκείνη την χρονική στιγµή, η ηγεσία του ΠΝ αποφάσισε να ένταξη στις απαιτήσεις των εξοπλιστικών της προγραµµάτων την προµήθεια σκαφών αεράµυνας περιοχής (AAW) µε σκοπό την κάλυψη του χάσµατος που είχε αρχίσει να δηµιουργεί η αντίπαλη πολεµική αεροπορία (νέα όπλα της τουρκικής πολεµικής αεροπορίας). Το αποτέλεσµα βέβαια, ως συνήθως στην Ελλάδα, ήταν ότι το πρόγραµµα αυτό ουδέποτε υλοποιήθηκε.
Η εξέλιξη της τουρκικής απειλής
Στο σηµείο αυτό πρέπει να σταθούµε και να δούµε µε ψυχραιµία τον κύριο αντίπαλο του ΠΝ και πως µεταλλάσσεται σε έναν στρατό που δίνει πλέον βάση στις νέες τεχνολογίες σε συνδυασµό µε την αριθµητική υπεροπλία που παραδοσιακά είχε η Τουρκία έναντι ηµών.
Η αρίθµηση και µόνο του καταιγισµού των εξοπλιστικών προγραµµάτων που πραγµατοποιούνται αυτή τη περίοδο στην Τουρκία είναι από µόνη της ικανή για την κάλυψη ενός άρθρου. Γι αυτό πέρα από την δύναµη του ΤΝ (4 κορβέτες κλάσης Ada, 4 φρεγάτες κλάσης “I”(υπό ναυπήγηση), 8 φρεγάτες O.H. Perry και 8 φρεγάτες MEKO 200 κλάσεων Barbaros & Yavuz εκκίνηση προγράµµατος AAW πλοίων τύπου TF-2000), θα σταθούµε σε δυο κύριους παράγοντες που συνθέτουν την απειλή που διαγράφεται πλέον στον ορίζοντα: Αυτή των βαλλιστικών πυραύλων και αυτή της τουρκικής Αεροπορίας.
Λίγο πιο αναλυτικά από µέρους των χερσαίων δυνάµεων η ένταξη σε υπηρεσία των SRBM τύπου J-600T YILDIRIM I/II εµβελείας 150/300χλµ. και Khan (Bora) εµβέλειας 280 χλµ. που ουσιαστικά εντάσσει στην ακτίνα δράσης των τουρκικών δυνάµεων σχεδόν το σύνολο των νησιών του Αιγαίου αλλά και πολύ πιθανόν τις εξέδρες άντλησης φυσικού αερίου στην Κύπρο (εκτοξευόµενοι οι πύραυλοι από την περιοχή της κατεχοµένης Αµµοχώστου) και ο δεύτερος πυλώνας της απειλής ονοµάζεται τουρκική Αεροπορία µε αιχµή του δόρατος αυτή την στιγµή τα αναβαθµισµένα 209 F-16 όλων των Block καθώς και τα 30 F-16 Block 50+ µε CFT (ενσωµατωµένες δεξαµενές καυσίµων) που µαζί µε µεγάλους αριθµούς από F-4 εκ των οποίων 52 αναβαθµισµένα από το Ισραήλ σε συνδυασµό µε την προµήθεια προηγµένων οπλών τύπου SOW (Stant-off-Weapon) από το εξωτερικό (POPEYE, JSOW-A/C, JDAM, SLAM-ER) και το εσωτερικό (SOM – τουρκικό βλήµα τύπου cruise) µαζί µε UAV(BAYRAKTAR, AKINCI, ANKA, KASIGRA κ.α.) και ηλεκτρονικών συστηµάτων αναγνώρισης (C4ISR UZUN UFUK, δορυφόροι GOKTURK 1/2, AWACS MESA THEIK, πρόγραµµα MELTEM 1/2/3) και στην κορυφή τα αντιαεροπορικά συστήµατα S-400, κάνουν την τουρκική απειλή ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Γιατί χρειαζόµαστε πλοία αεράµυνας περιοχής
Το να πει κάποιος ότι η απόκτηση σκαφών αεράµυνας περιοχής είναι µονό για λόγους γοήτρου ως ένα άλλο θωρηκτό Αβέρωφ που στόχο έχει την ανύψωση του ηθικού και την ικανότητα επίδειξης σηµαίας διασυµµαχικά κάνει µεγάλο λάθος, γιατί πρέπει να καταλάβουµε ότι πλοία αυτής της κατηγορίας είναι πολύ µεγάλα (5.000 τόνους και άνω) και το σηµαντικότερο πολύ ακριβά (500 εκ και πάνω) τι στιγµή που τα σηµερινά οικονοµικά δεδοµένα της Ελλάδας είναι το λιγότερο τραγικά.
Είναι όµως πλοία αναγκαία και απλώς για να το καταλάβουν ακόµα και οι ποιο δύσπιστοι πρέπει να εξετάσουµε την εξέλιξη του τρόπου που πλέον θα γίνουν οι επιθέσεις κατά του στόλου µε τα µέσα που υπάρχουν σήµερα.
Έτσι στις δεκαετίες του ’70 αλλά και του ’80 η προσβολή των αντιπάλων πλοίων από αέρος λίγο διέφερε από την αντίστοιχη κατάσταση που υπήρχε κατά την διάρκεια του Β Παγκοσµίου Πολέµου (µιλάµε για τα ελληνοτουρκικά δεδοµένα) όπου η προσβολή ξεκινούσε µε εκτόξευση ρουκετών εναντίον του πλοίου µε κύριο στόχο την καταστροφή των αισθητήρων του όπως ραντάρ, σκόπευτρα κ.α. και εν συνεχεία ακολουθούσε ο βοµβαρδισµός του από βόµβες ελεύθερης πτώσης ή βόµβες διασποράς.
Τα αντίπαλα πολεµικά σκάφη ουσιαστικά εκτελούσαν µια ναυµαχία κλασικού τύπου όπου τα πυροβόλα έβαλλαν µε την καθοδήγηση ραντάρ. Τα κατευθυνόµενα βλήµατα ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτα και µόνο κάποιες πυραυλάκατοι έδιναν µια «οσµή» σύγχρονου πολέµου στα αντίστοιχα Ναυτικά.
Όµως κάποια γεγονότα σε κάποιες άλλες γειτονιές του πλανήτη ξύπνησαν και τις αντίστοιχες κυβερνήσεις εδώ. Οι επιτυχίες της Αργεντινής στον πόλεµο στα Φόκλαντ µε τη βύθιση πλοίων από αεροεκτοξευόµενους EXOCET καθώς και οι βυθίσεις ιρανικών τάνκερ από το ίδιο όπλο από την ιρακινή Αεροπορία ανέδειξαν την αξία της από απόστασης κρούσης των αντιπάλων πλοίων.
Ο κατακλυσµός από απειλές εκ µέρους της Τουρκίας που πλέον είναι ορατές στον χώρο δράσης του ΠΝ όπου πύραυλοι επιφανείας-επιφανείας και αέρος-επιφαενίας καθώς και βαλλιστικοί και τύπου cruise αύξησαν τις αποστάσεις από τις οποίες πλέον βάλουν τα αεροσκάφη µένοντας ουσιαστικά στο απυρόβλητο και στην κορυφή αυτού του προβλήµατος είναι η διάχυση των τεχνολογιών stealth στην κατασκευή αεροσκαφών και όπλων.
Εύκολα συµπεραίνεται ότι οι υπάρχουσες τεχνολογίες ραντάρ, διαχείρισης απειλών και συστηµάτων αντιµετώπισης των απειλών (πύραυλοι ε/α) έχουν πάρει την ανιούσα από άποψης µεγέθους, ενέργειας που χρειάζονται και το κυριότερο βάρος του συνόλου των συστηµάτων που απαιτούνται για να δράση ολοκληρωµένα στις νέες απειλές προσθέτοντας στην περίπτωση µας και την παραδοσιακή απαίτηση για διενέργεια αυτών των αποστολών σε αποστάσεις πολύ µακριά από τις βάσεις ανεφοδιασµού των πλοίων και την κάλυψη της αντιαεροπορικής οµπρελάς που παρέχεται σε αυτές από το αντιαεροπορικό σύστηµα PATRIOT (160 χλµ.) γιατί ο χώρος που πιθανόν θα δράσουν τα πλοία µας είναι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και η περιοχή της Κύπρου καταλήγοντας ότι η αυτονοµία και η ικανότητα για επιχειρήσεις πάντως καιρού (η θάλασσα του Αιγαίου θεωρείται από τις δυσκολότερες θάλασσες διεθνώς ιδιαιτέρα κατά τους χειµερινούς µήνες) µας προτρέπουν να προµηθευτούµε αποκλειστικά πλοία µεγάλου εκτοπίσµατος για την κάλυψη των αποστολών που πρέπει να έρθουν εις πέρας.
Και αυτό για να δούµε ότι η αντιµετώπιση των COMAO (σχηµατισµός αεροσκαφών) που θα προσπαθήσουν να πλήξουν τις ναυτικές µονάδες µας είναι απαραίτητο να πρέπει να αναχαιτιστούν σε αποστάσεις πολύ µεγάλες από ότι σήµερα προσθέτοντας τις αντιβαλλιστικές ικανότητες που θα πρέπει να έχουν και αυτό να γίνει αυτόνοµα γιατί θα πρέπει να ξέρουµε ότι το ευχολόγιο ότι η ΠΑ θα καθαρίσει τους ουρανούς µάλλον σβήνει σιγά σιγά µέσα από διαρκώς συρρικνούµενους προϋπολογισµούς και της αποδοχής της µείωσης των οροφών καταλήγοντας έτσι στο συµπέρασµα ότι το ΠΝ του µέλλοντος µπορεί να έχει λιγότερα πλοία αλλά πρέπει να είναι πλοία µεγάλου εκτοπίσµατος πολλαπλού ρολού και µε βαρύτητα στην αεράµυνα περιοχής για να µπορούµε να µιλάµε ότι η έξοδος του στόλου δεν θα σηµαίνει και την βύθιση του.
Η διεθνής πρακτική
Οι χώρες του εξωτερικού διαβλέποντας από πολύ νωρίς τον κίνδυνο από την διάδοση της πυραυλικής τεχνολογίας και την ανάγκη επιχειρήσεων σε αποστάσεις πολύ µεγαλύτερες από τις συνηθισµένες, είχαν συνταχθεί και είχαν δηµιουργήσει την οµάδα NFR-90 (NATO Frigate Replacement 90) από τις χώρες ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Καναδάς και Ολλανδία το 1985 µε σκοπό µιας από κοινού πρόσκτησης ενός νέου πλοίου µε πολλαπλά καθήκοντα αλλά ένα καθήκον ανά αποστολή µέσω modules που θα εναλλάσσονταν, γρήγορα βέβαια το πρόγραµµα κατέρευσε µε την αποχώρηση των ΗΠΑ που ζητούσαν µια σχεδίαση πολλαπλού ρόλου (κατασκευάστηκε η κλάση Arleigh Burke).
Έτσι δηµιουργήθηκαν δυο νέοι συνασπισµοί, ο ένας από τις Αγγλία-Γαλλία-Ιταλία (Horizon Program µε κοινή σχεδίαση πλοίου/πυραύλων/ηλεκτρονικών) όπου βέβαια οι Άγγλοι λίγο µετά δηµιούργησαν τη δική τους κλάση (Type-45) διατηρώντας όµως το κοινό πυραυλικό σύστηµα ASTER και το 3D ραντάρ S-1850 και από την άλλη οι Γερµανία-Ισπανία-Ολλανδία µε το Trilateral Frigate Program που είχε ως κοινή συνιστώσα τα ηλεκτρονικά συστήµατα APAR/SMART-L/SM-2/ESSM (όπως και Αγγλία και εδώ η Ισπανία αποχώρησε και ενσωµάτωσε το σύστηµα SPY-1/AEGIS/SM-2/ESSM στις φρεγάτες τις τύπου F-100).
Έτσι βλέπουµε σήµερα να υπάρχουν δυο κύριοι τύποι οπλικών συστηµάτων το αµερικανικό δίδυµο SM-2/ESSM και το ευρωπαϊκό σύστηµα ASTER 15/30. Και τα δυο συστήµατα έχουν παρόµοιες επιδόσεις όσον αφορά τις εµβέλειες µε το αµερικανικό σύστηµα να είναι για τον ESSM στα 30 χλµ. εµβέλεια 13 χλµ. ύψους και ταχύτητα 4 mach, και για τον SM-2 στα 165 χλµ. εµβέλεια 26 χλµ. ύψους και ταχύτητα 3 mach.
Αντίστοιχα το ευρωπαϊκό σύστηµα ASTER 15 έχει 30 χλµ εµβέλεια 13 χλµ. ύψος 3,5 mach ταχύτητα. και ο ASTER 30 120 χλµ. εµβέλεια 20 χλµ. ύψος και ταχύτητα 4,5 mach αλλά µε διαφορετικά συστήµατα καθοδήγησης όπου οι αµερικανικοί πύραυλοι απαιτούν συνεχώς κατάδειξη ιδιαιτέρως κατά την τερµατική καθοδήγηση τα δε ευρωπαϊκά βλήµατα είναι ενεργού καθοδήγησης και απλά δέχονται ανανέωση στοιχείων που συνδυάζονται µε δυο κύρια συστήµατα µάχης το καθένα, έτσι οι αµερικανικοί πύραυλοι συνδυάζονται µε το επίσης αµερικανικό SPY-1/AEGIS και το ευρωπαϊκό APAR/SMART-L ενώ οι ASTER µε τους συνδυασµούς SAMPSON/S-1850 στην αγγλική έκδοση (αντιτορπιλικά Type-45) και EMPAR/S1085 για την γαλλοïταλική HORIZON CNGF.
Βέβαια οι κατευθυνόµενοι πύραυλοι µπορούν να συνδεθούν και δευτερεύοντα συστήµατα όπως το NTU (όπως έκανε η Κορέα µε τα KD II) ή µε το HERACLES για τους ASTER (όπως µε τις FREMM ή τις σιγκαµπουριανές FORMIDABLE) ενώ λίγο παλαιότερα είχαν ενσωµατωθεί στις σαουδαραβικές Al Riyadh (πρόγραµµα F-3000 SAWARI II) µε τα ραντάρ ARABEL/DRBV 26D.
Αξίζει σε αυτό το σηµείο να δούµε λίγο πιο αναλυτικά τι ικανότητες και απαιτήσεις µας παρέχει κάθε µια από τις παραπάνω λύσεις που βρίσκονται στην αγορά για να µπορέσουµε να καταλάβουµε πως θα αντιµετωπιστούν οι απειλές από το ΠΝ.
Το αµερικανικό δίδυµο SM-2/ESSM στην αµερικανική και ισπανική (αναφέρεται γιατί έχει πετύχει εξαγωγές σε Νορβηγία και Αυστραλία) χρησιµοποιούν το σύστηµα SPY-1/AEGIS ένα σύστηµα κατασκευής της Lockheed Μartin που συνδυάζει το SPY-1 ένα παθητικής διάταξης φάσης ραντάρ S-band (ειδικότερα στα 3,1-3,5GHz) µε τέσσερις σταθερές κεραίες διαφορετικών διαµέτρων (από τα 3,7 µέτρα έως τα 2,4 µέτρα αναλόγως του εκτοπίσµατος του πλοίου που θα εγκατασταθεί) µε µέση τιµή εκποµπής στα 58 kw και µέγιστη τιµή στα 4-6 MW για ένα εύρος κάλυψης 360 µοιρών σε εµβέλεια 320 χλµ. ύψους και 82 χλµ στο επίπεδο του ορίζοντα.
Πρέπει να αναφερθεί ότι ενώ το σύστηµα διαχειρίζεται πάνω από 128 στόχους ανά κεραία τα βλήµατα που είναι ταυτόχρονα στον αέρα κατά την τερµατική τους καθοδήγηση προς τον στόχο απαιτούν καταύγαση από το ραντάρ AN/SPG-62 κάτι που απαιτεί προσεκτική διαχείριση των στόχων.
Έτσι καταλήγοντας στα θετικά του συστήµατος είναι η εγγυηµένη τεχνολογία που φέρει ειδικά για ανοιχτές θάλασσες µε ενσωµατωµένη στις τελευταίες εκδόσεις και της αντιβαλλιστικής ικανότητας µέσω της απαίτησης του αµερικανικού ναυτικού για χρήση των σκαφών µε AEGIS ως του θαλασσίου συστήµατος προστασίας (έχουν αναπτυχθεί και οι αντιβαλλιστικοί πύραυλοι SM-3) στα αρνητικά του όµως είναι το µεγάλο βάρος του ολοκληρωµένου συστήµατος αν σκεφτούµε ότι µόνο το βάρος κάθε µιας από τις τέσσερις κεραίες της έκδοσης SPY-1D είναι 2 τόνοι χωρίς να υπολογίσουµε και τον υπόλοιπο εξοπλισµό, όγκο που έχει το σύστηµα καθώς και οι ανάγκες σε ρεύµα συν ότι η µη ύπαρξη δευτέρου ραντάρ επιτήρησης σηµαίνει ότι για να µπορεί να πετύχει υψηλές επιδόσεις εµβελείας στο επίπεδο του ορίζοντα πρέπει να βρίσκονται τοποθετηµένες ψηλά οι κεραίες.
Κάτι που σηµαίνει µε τη σειρά του ότι αν δεν είναι το εκτόπισµα άνω των 4.500 τόνων υπάρχει κίνδυνος πλευστότητας (υπάρχει και η έκδοση APAR/για µέγεθος κορβέτας αλλά περιορίζεται σε καθήκοντα άµυνας σηµείου ως προς τις εµβέλειες), η ανάγκη για ύπαρξη καταυγαστήρων που επηρεάζει τις τελικές αναχαιτίσεις από τον αριθµό των ραντάρ καταύγασης που το πλοίο φέρει, ενώ για ένα αξιοπρεπές απόθεµα πυραύλων (32 πύραυλοι) πρέπει να προστεθεί ένα διόλου ευκαταφρόνητο βάρος των 13,5 τόνων ανά 8-πλο εκτοξευτή Mk41 για ένα σύνολο 54 τόνων µόνο για τους εκτοξευτές.
Το δεύτερο σύστηµα που συνδυάζει τους αµερικανικούς πυραύλους είναι το ολλανδογερµανικό APAR/SMART-L που πρόσφατα είχε επιλεγεί και για τις δανέζικες φρεγάτες Iver Huitfeldt πλοία εκτοπίσµατος 6.500 τόνων όπου ακολουθείται διαφορετική προσέγγιση σε σχέση µε το SPY-1.
Εδώ το κύριο ραντάρ APAR (X-Band στα 8-12GHz) είναι τεχνολογίας AESA δηλαδή ενεργητικής διάταξης φάσης που εκτελεί εκτός από την ερεύνα και την ιχνηλάτηση των στόχων και την καθοδήγηση των πυραύλων από το ίδιο το ραντάρ µε µειωµένη βέβαια εµβέλεια λόγω της συχνότητας στην οποία εκπέµπει µε τη διαχείριση να γίνεται από ξεχωριστό υπολογιστή για κάθε µια από τις τέσσερις σταθερές κεραίες των 3.424 στοιχείων µε άνοιγµα κύµατος στις 60 µοίρες ανά κεραία επιτυγχάνοντας εµβέλειες της τάξης των 70 χλµ για µικρούς στόχους και στα 150 χλµ για µεγάλους στόχους και συνολική διαχείριση 250 στόχων µε 32 βλήµατα στον αέρα ταυτόχρονα και 16 στην τερµατική φάση µέσω της τεχνικής ICWI (εκποµπή διακοπτόµενου συνεχούς συχνότητας ) ενώ την ερεύνα µεγάλης εµβελείας την εκτελεί το ραντάρ SMART-L(D-Band πρώην L-Band).
Πρόκειται για ένα VSR (ραντάρ έρευνας περιοχής) µε σκοπό την ταχύτερη ιχνηλάτηση των στόχων από το APAR σε µεγάλες αποστάσεις άνω των 400 χλµ επίσης τεχνολογίας AESA αλλά περιστρεφόµενης δοµής αλλά και µε βάρος 7,8 τόνων που έχει µετεξελιχθεί στο S-1850M.
Και εδώ όσον αφορά το οπλικό σύστηµα ισχύει ότι αναφέραµε για τον εκτοξευτή Mk41 ενώ η τεχνολογία AESA µπορεί µεν να προσφέρει υψηλές επιδόσεις ιχνηλάτησης αλλά το κόστος κατασκευής ανεβαίνει κατά πολύ σε σχέση µε τα παθητικής διάταξης φάσης ραντάρ ενώ καθιστά υποχρεωτική σχεδόν την ύπαρξη VSR για να κάλυψη της έγκαιρης προειδοποίησης.
Στον αντίποδα βρίσκεται το ευρωπαϊκό σύστηµα PAAMS που αποτελείται από το S-1850M VSR, τον εκτοξευτή SYLVER µε τους πυραύλους ASTER 15/30 και τα ραντάρ MFR (Multi Function Radar) SAMPSON στην αγγλική έκδοση και EMPAR στην γαλλοïταλική.
Το ραντάρ SAMPSON είναι αυτό που κάνει το βρετανικό αντιτορπιλικό Type-45 να θεωρείται ως ένα από τα ποιο κορυφαία πλοία αεράµυνας περιοχής και όχι άδικα αφού είναι ένας συνδυασµός από δυο κεραίες S-Band (2-4 GHz) τεχνολογίας AESA µε ένα σύνολο 5200 στοιχείων τοποθετηµένα το ένα πλάτη στο άλλο αλλά µε 120 µοίρες άνοιγµα της κάθε επιφάνειας σε µια περιστρεφόµενη διάταξη (30 rpm) που µοιράζεται µια κοινή γεννήτρια καταφέρνοντας να κρατάει την ενέργεια χαµηλά µε µόνο 25Kw εξασφαλίζοντας µια ακτίνα δράσης στα 400 χλµ. για δεκάδες ταυτόχρονες εµπλοκές όπως υποστηρίζει η εταιρεία (BAE Systems) και σε περιβάλλον έντονων παρεµβολών(και εδώ βοηθά η τοποθέτηση του ραντάρ σε ύψος 40 µέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας για την επίτευξη των υψηλών επιδόσεων).
Και εδώ βλέπουµε στα θετικά του ραντάρ ότι η τεχνολογία AESA αλλά στη S-ζώνη εκποµπής κάνει ουσιαστικά άχρηστη την ύπαρξη VSR αλλά και την ανάγκη ύπαρξης καταυγαστήρων (η εταιρία ισχυρίζεται ότι µπορεί να συνδεθεί και µε τους αντιαεροπορικούς πυραύλους SM-2) αλλά από την άλλη οι ικανότητες του ραντάρ υποβαθµίζονται σε κλειστές θάλασσες (όχι κάποιο τεχνικό πρόβληµα αλλά επειδή θα πλήρωνε κάποιος δυνατότητες που δεν θα χρησιµοποιούνταν) ενώ και εδώ το βάρος προϋποθέτει ότι η κλάση του σκάφους που θα το δεχτεί πρέπει να είναι άνω των 4.000 τόνων (έχει αναφερθεί η δηµιουργία του SPECTAR ενός συστήµατος για σκάφη µεγέθους κορβέτας αλλά µε µόνο την µια κεραία του SAMPSON).
Στην άλλη του µορφή το σύστηµα PAAMS στην γαλλοïταλική του έκδοση χρησιµοποιεί το MFR EMPAR ένα σύστηµα µονής κεραίας περιστρεφόµενης παθητικής διάταξης φάσης εκπέµποντας στην G-Band πρώην C-Band (4-8GHz) ειδικότερα στα 5,6GHz και µε δυνατότητα περιστροφής στα 60 rpm καθοδηγούµενη από µια ελεγχόµενη µέσω του CMS TWT (λυχνία οδεύοντας κύµατος) έντασης 120Kw µε εµβέλεια στα 180 χλµ χρησιµοποιώντας 2160 στοιχεία κάτι που το κάνει µεν φθηνότερο στην κατασκευή αλλά υποβαθµίζει την ικανότητα του σε επιθέσεις κορεσµού και κάνοντας αναγκαία την χρήση ενός VSR συστήµατος.
Αυτό που βοηθάει πολύ το σύστηµα είναι η µη ανάγκη καθοδήγησης των βληµάτων ASTER κατά την τελική καθοδήγηση. Και εδώ το πρόβληµα του εκτοπίσµατος είναι υπαρκτό από τι στιγµή που ενώ το ραντάρ EMPAR µπορεί να χρησιµοποιηθεί από ένα πλοίο εκτοπίσµατος 2.500 τόνων θα πρέπει να λάβουµε υπόψη το επιπλέον βάρος του απαραίτητου VSR καθώς και του πυραυλικού αποθέµατος (όπως στην περίπτωση των ιταλικών FREMM).
Είδαµε ότι όλες όµως ανεξαιρέτως οι προτάσεις αν και διαφοροποιούνται στο επίπεδο των ηλεκτρονικών, των συστηµάτων µάχης των οπλικών συστηµάτων κ.α. διατηρούν κάτι κοινό το αυξηµένο εκτόπισµα που είναι πλέον αναγκαίο για να έχουν την ικανότητα να υποστηρίζουν και να επιχειρούν µε το νέο αυτό εξοπλισµό.