Επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων Αξιωματικών και οπλιτών της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) και δέηση υπέρ υγείας και ανευρέσεως των αγνοουμένων της, κατά την τουρκική εισβολή του 1974, έγινε την Πέμπτη 19 Ιουλίου 2007.

Η τελετή έλαβε χώρα στο Στρατόπεδο «Τχη Σταυριανάκου» στη Μαλούντα της Κύπρου και παρέστησαν  οι θρησκευτικές, πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές της Ελλάδας και της Κύπρου. Μετά το πέρας της τελετής, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του «Στρατιωτικού Μουσείου της ΕΛΔΥΚ» από τον Υφυπουργό Εθνικής Άμυνας, κ. Ιωάννη Λαμπρόπουλο. Η ίδρυση του Στρατιωτικού Μουσείου, υπογραμμίζει την προσπάθεια για διατήρηση ζωντανής της ιστορικής μνήμης των  αγώνων των Κυπρίων αδελφών μας, αλλά  και της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο. Ταυτόχρονα αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στους πολεμιστές της ΕΛΔΥΚ, ιδιαίτερα στους πεσόντες και αγνοουμένους της. Ο επισκέπτης του Μουσείου θα έχει την δυνατότητα να γνωρίσει  την ιστορία της ΕΛΔΥΚ, από την άφιξη της  Δύναμης στην Κύπρο το 1960 μέχρι σήμερα, καθώς επίσης παρουσιάζεται η νεότερη ιστορία της Κύπρου.

Σύντομο Ιστορικό της ΕΛΔΥΚ

(Απόσπασμα από το εκτεταμένο αφιέρωμα στην ΕΛΔΥΚ και το νέο Στρατιωτικό Μουσείο της που φιλοξενείται στον δικτυακό τόπο του Ελληνικού Στρατού www.army.gr)

Η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) εγκαταστάθηκε στην Κύπρο το 1960, κατόπιν της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου όπου προβλεπόταν η ίδρυση τριμερούς Στρατηγείου Ελλάδος, Τουρκίας και Κύπρου. Στο Στρατηγείο αυτό υπαγόταν το Ελληνικό Στρατιωτικό τμήμα με 950 άνδρες (ΕΛΔΥΚ) και το Τουρκικό με 650 (ΤΟΥΡΔΥΚ). Η ΕΛΔΥΚ, με πρώτο διοικητή τον συνταγματάρχη τον Διονύσιο Αρμπούζη, έφτασε στις 16 Αυγούστου 1960 στο λιμάνι της Αμμοχώστου και έγινε δεκτή με πρωτοφανείς εκδηλώσεις ενθουσιασμού από τον κυπριακό λαό. Την ίδια ημέρα εγκαταστάθηκε στο στρατόπεδό της, έξω από τη Λευκωσία, στο δρόμο προς τον Γερόλακκο. 

Αποστολή της ΕΛΔΥΚ είναι: α. συμμετοχή της στα σχέδια αμύνης του Κυπριακού Κράτους, προς αποτροπή κάθε απειλής, β. παροχή διευκολύνσεων στην εκπαιδευτική ομάδα του Κυπριακού στρατού, γ. συστηματική εκπαίδευση των μονάδων της, διατήρηση του εθνικού φρονήματος του προσωπικού της σε υψηλό βαθμό και σύσφιξη των σχέσεών της με τους Ελληνοκυπρίους.

Το Δεκέμβριο του 1963, ξέσπασαν στην Κύπρο σοβαρές ελληνοτουρκικές ταραχές. Είχε προηγηθεί, στις 30 Νοεμβρίου, η πρόταση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για την τροποποίηση 13 σημείων του Συντάγματος, που δημιουργούσαν ανυπέρβλητα προβλήματα για τη δημοκρατική λειτουργία και τη βιωσιμότητα του κράτους. Μια από τις πιο σημαντικές συνέπειες των συγκρούσεων ήταν η απόσυρση των Τουρκοκυπρίων πολιτειακών και κοινοβουλευτικών παραγόντων, αλλά και των περισσότερων δημοσίων υπαλλήλων σε περιοχές που ελέγχονταν από τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες («θύλακες»). Η γενίκευση της σύγκρουσης και η εμπλοκή των τμημάτων της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ αποφεύχθηκαν με την πυροσβεστική παρέμβαση της Βρετανίας. Σε νέα επεισόδια, τον Μάρτιο του 1964, σκοτώθηκε ο επιλοχίας της ΕΛΔΥΚ Σ. Καραγιάννης, ενώ το Μάιο 1964, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στην τουρκική συνοικία της Αμμοχώστου οι Έλληνες αξιωματικοί Δ. Πούλιος και Β. Καποτάς και ο οδηγός τους, αστυνομικός Κ. Παντελίδης.

Ένα από τα μέτρα άμυνας της ελληνικής κυπριακής πλευράς, που θα επηρέαζε τις εσωτερικές εξελίξεις, ήταν η πρόσκληση στον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα να αναλάβει την αρχηγία της Α.Σ.Δ.Α.Κ. (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκησις Άμυνης Κύπρου), και η κάθοδός του στην Κύπρο, τον Ιούνιο του 1964. Παράλληλα, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου απέστειλε με μυστικότητα στρατιωτικά τμήματα στη μεγαλόνησο, τη γνωστή «μεραρχία», που θωράκισε αποφασιστικά τα ελληνικά αμυντικά σχέδια.

Τον Αύγουστο του 1964 οι απειλές για τουρκική επέμβαση στην Κύπρο πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά, καθώς ύστερα από νέες συγκρούσεις στην περιοχή Μανσουρας – Κοκκίνων, αεροπλάνα της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας βομβάρδισαν επί τριήμερο (8-10 Αυγούστου) χωριά και στρατιωτικούς στόχους της περιοχής Τηλλυρίας και του κόλπου Ξερού, προκαλώντας δεκάδες θύματα – κυρίως αμάχους. Το Νοέμβριο του 1967, με αφορμή την επέμβαση της Εθνικής Φρουράς στην Κοφίνου, όπου τα τουρκικά φυλάκια δέσποζαν και έλεγχαν την κεντρική οδική αρτηρία του νησιού, το δρόμο Λευκωσίας – Λεμεσού, η τουρκική κυβέρνηση με τελεσίγραφό της, απαίτησε και πέτυχε την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί και την ανάκληση του στρατηγού Γρίβα.

Στις 15 Ιουλίου ανατρέπεται με πραξικόπημα ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Η ενέργεια αυτή, πέρα από την αδικαιολόγητη και τραγική αιματοχυσία αδελφικού αίματος και τη δημιουργία ψυχικού ρήγματος στον κυπριακό Ελληνισμό σε κρίσιμες ώρες, έδωσε το πρόσχημα στην Τουρκία για την στρατιωτική εισβολή, που πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου 1974.

Παρά τη γενναία αντίσταση των ανδρών της ΕΛΔΥΚ και της Εθνικής Φρουράς, τα τουρκικά στρατεύματα, κατά πολύ υπέρτερα σε αριθμητική ισχύ και δύναμη, με τη βοήθεια της αεροπορίας και του πολεμικού ναυτικού, κατάφεραν να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στις ακτές δυτικά της Κερύνειας, όπου απεβίβασαν σημαντικές δυνάμεις. Στις 22 Ιουλίου επιτεύχθηκε εκεχειρία, η οποία δεν τηρήθηκε από τον τουρκικό στρατό, που συνέχισε την κατάκτηση κυπριακού εδάφους και κατά τις επόμενες ημέρες. Λίγες ώρες μετά την αποτυχία της ειρηνευτικής διάσκεψης στη Γενεύη, εκδηλώθηκε ο δεύτερος γύρος της τουρκικής εισβολής (14-16 Αυγούστου 1974).

Από τότε έχει επιβληθεί η «γραμμή Αττίλα», που διαχωρίζει τεχνητά τη Κύπρο και τον κυπριακό λαό, παρά την διεθνή καταδίκη, όπως αποτυπώθηκε σε σειρά ψηφισμάτων της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών και άλλων διεθνών οργανισμών, που ζητούν την επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες τους, την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, το σεβασμό της κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κυπρίων. Το 37% περίπου του κυπριακού εδάφους, που αντιπροσώπευε τις πλουσιότερες εκτάσεις και τα μεγαλύτερα τουριστικά παραθαλάσσια θέρετρα της Αμμοχώστου και της Κερύνειας και το 70% του οικονομικού δυναμικού καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα. 200.000 περίπου Ελληνοκύπριοι, σχεδόν το 40% του συνολικού πληθυσμού, εκτοπίστηκαν με τη βία από τις πατρογονικές τους εστίες και αναγκάστηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στο ελεύθερο τμήμα του νησιού.

Η συμβολή της ΕΛΔΥΚ στην άμυνα εναντίον της τουρκικής εισβολής υπήρξε καθοριστική. Κατά την πρώτη φάση της εισβολής ανέλαβε το κύριο βάρος της επίθεσης για κατάληψη του χωριού Κιόνελι, ενώ τον Αύγουστο με υπεράνθρωπες προσπάθειες και απαράμιλλη ανδρεία, κράτησε τη γραμμή άμυνας στα υψώματα δυτικά της Λευκωσίας, στην περιοχή Στρατοπέδου ΕΛΔΥΚ – υψώματος Κολοκασίδη, αποτρέποντας ουσιαστικά την κατάληψη μεγάλου μέρους της κυπριακής πρωτεύουσας. Το κόστος σε ανθρώπινες απώλειες της ΕΛΔΥΚ κατά την τουρκική εισβολή, προασπίζοντας την κυπριακή ελευθερία, ήταν σαράντα επτά πεσόντες αξιωματικοί και οπλίτες και πενήντα οκτώ αγνοούμενοι.

Μετά την εισβολή οι λόχοι της ΕΛΔΥΚ αναδιατάχθηκαν σε διάφορες περιοχές, έξω από τη Λευκωσία, όπου παρέμειναν για αρκετούς μήνες μέχρι να εγκατασταθούν σε νέους χώρους.

Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν την εισβολή του 1974, της αναδημιουργίας και της ανοικοδόμησης της Κυπριακής Δημοκρατίας σε συνθήκες ημικατοχής, η παρουσία της ΕΛΔΥΚ, των αξιωματικών και των οπλιτών της («Ελδυκάριων») παρέχει στους Κύπριους πολίτες ένα επιπλέον αίσθημα ασφάλειας και αποτελεί ένα ζωντανό μήνυμα της ελλαδικής συμπαράστασης και αλληλεγγύης στον δοκιμαζόμενο κυπριακό λαό. Παράλληλα, οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ δίνουν το παρόν τους σε διάφορες επετειακές, τοπικές και πανηγυρικές εκδηλώσεις σε όλες τις γωνίες της ελεύθερης Κύπρου, προσφέροντας πολυσήμαντο κοινωνικό έργο.

Όμως, το μεγαλύτερο τεκμήριο προσφοράς της ΕΛΔΥΚ και των ανδρών της στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία βρίσκεται στον «Τύμβο της Μακεδονίτισσας», το λιτό και επιβλητικό στρατιωτικό κοιμητήριο που δημιουργήθηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Εκεί έχουν ταφεί, μαζί με τους αξιωματικούς και τους άνδρες της κυπριακής Εθνοφρουράς και μερικές δεκάδες αξιωματικών και ανδρών της ΕΛΔΥΚ, που έπεσαν πολεμώντας στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ