Το 1940 ο Αμερικανικός Στρατός προκήρυξε διαγωνισμό για την κατασκευή ενός μικρού και εύχρηστου τυφεκίου, το οποίο θα αντικαθιστούσε το πιστόλι ή το περίστροφο που φερόταν από κάποιες ειδικότητες οπλιτών, όπως οι υπηρέτες βαρέων όπλων, ενώ θα χορηγούνταν και στο προσωπικό το οποίο έως τότε δεν προβλεπόταν να φέρει οπλισμό, όπως οι διαχειριστές, οι μάγειροι και άλλοι.

Στο διαγωνισμό, μεταξύ άλλων, συμμετείχε και η εταιρεία Winchester με το Μ1, το οποίο είχε σχεδιαστεί από τον Ντέιβιντ Μάρσαλ Ουίλιαμς (David Marsall Williams), την εποχή που εκείνος βρισκόταν στη φυλακή καταδικασμένος για φόνο. Το όπλο ήταν ιδιαίτερα στιβαρό και αξιόπιστο και υιοθετήθηκε από τον Αμερικανικό Στρατό στα μέσα του 1941, ενώ η παραγωγή του ξεκίνησε τον ίδιο χρόνο.

Την κατασκευή του Μ1 ακολούθησε το Μ1 Α1, το οποίο φέρει πτυσσόμενο κοντάκιο και τα Μ2 και Μ3, τα οποία έχουν δυνατότητα εκτέλεσης αυτόματης βολής, ενώ το Μ3 φέρει και ενεργητικό υπέρυθρο σκοπευτικό νυκτός. Πριν τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου είχαν κατασκευαστεί περισσότερα από 6.000.000 όπλα του τύπου. Μεγάλες ποσότητες από αυτά χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου σε προσκείμενες στις ΗΠΑ χώρες.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ