Η άρτι δημοσιευθείσα έκθεση «παγκόσμιες τάσεις 2030», που συνέταξε το «εθνικό συμβούλιο πληροφοριών» NIC. Το NIC, παρακλάδι της «κεντρικής υπηρεσίας πληροφοριών» CIA), είναι κατά κάποιο τρόπο ο αναλυτικός και μελλοντολογικός βραχίονας των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφόρησης αναφέρει η ιστοσελίδα ppol.gr .

 Η έκθεσή του περιγράφει τον κόσμο του 2030 όπως τον φαντάζεται η NIC. Όπως είναι λογικό, είναι ένα κείμενο που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην γεωπολιτική, αλλά που φροντίζει επίσης να μην λησμονεί πως τα έθνη και οι κοινωνίες ζούμε σε έναν πλανήτη στον οποίο οι ελλείψεις φυσικών πόρων γίνονται όλο και πιο κραυγαλέες και πως τα ανθρώπινα όντα έχουμε ζωτικές ανάγκες (τροφή, νερό, κατοικία, θέρμανση και μετακίνηση) που η αδυναμία ικανοποίησής τους είναι ένας ακόμα παράγοντας αστάθειας στον κόσμο.

Θα αφήσω τις καθαρά διπλωματικές και γεωστρατηγικές πλευρές της έκθεσης στους ειδικευμένους δημοσιογράφους και μπλόγκερ, και θα επικεντρωθώ στο πώς αντιμετωπίζουν οι αμερικανικές υπηρεσίες την κατάσταση της Γης ως τροφού το 2030.

Οι συντάκτες της έκθεσης συγκρίνουν τον σημερινό κόσμο με εκείνον των υπολοίπων μεγάλων μεταβατικών περιόδων της ιστορίας: του 1815 (τέλος της ναπολεόντειας αυτοκρατορίας), το 1919 και το 1945 (λήξη των δύο παγκοσμίων πολέμων) και 1989 (κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και λήξη της αντιπαράθεσης δύσης-ανατολής). Κάθε φορά, επισημαίνει η έκθεση, η πορεία του κόσμου δεν ήταν δεδομένη και η ανθρωπότητα καλούνταν να επιλέξει ανάμεσα σε πολλές εναλλακτικές διαδρομές.

Το ίδιο ισχύει για τα χρόνια που έρχονται. Αλλά ανάμεσα στις συνθήκες που περιορίζουν τις επιλογές μας, κυριαρχεί μία: η δημογραφία. Το 2030 θα έχουμε έναν πλανήτη 8.3 δις κατοίκων (έναντι 7.1 στα τέλη του 2012), με πληθυσμό γηράσκοντα και όλο και περισσότερο αστικοποιημένο, αφού σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο και στην οποία έχω ήδη αναφερθεί, σχεδόν 5 δις άνθρωποι θα ζουν σε αστικές περιοχές το 2030, έναντι 750 εκατομμυρίων το 1950, σε ένα συνολικό πληθυσμό 2.5 δις κατοίκων.

Το 60% των ανθρώπων να ζουν σε πόλεις, είναι κάτι που έχει συνέπειες, ιδίως περιβαλλοντικές. Η έκθεση εξηγεί πώς στο παρελθόν η ταχεία άνοδος της αστικοποίησης οδήγησε σε δραστική αποψίλωση των δασών, σε αρνητικές αλλαγές όσον αφορά την θρεπτική ικανότητα και το μικροβιακό φορτίο των αρδεύσιμων γαιών, σε μείωση στην βιοποικιλότητα των φυτών και των ανώτερων ζώων (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων εξαφανίσεων ειδών σε τοπικό επίπεδο), αλλά και σε προβλήματα στην διαθεσιμότητα του ποσίμου ύδατος. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές οι επιπτώσεις εμφανίστηκαν και πέραν των 100km από το κοντινότερο αστικό κέντρο.

Στις δημογραφικές προκλήσεις προστίθενται η κλιματική και η διατροφική πρόκληση. Μια απλή προέκταση των σημερινών τάσεων όσον αφορά την κατανάλωση τροφίμων, δίνει ορισμένα αποτελέσματα που αξίζει να σημάνουν συναγερμό: λόγω της αύξησης του πληθυσμού και των αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες των αναδυόμενων κρατών, η παγκόσμια ζήτηση για τρόφιμα θα έχει αυξηθεί ως το 2030 κατά πάνω από 35%. Αλλά η παραγωγικότητα των αγροτικών καλλιεργειών, ακόμα κι αν συνεχίσει να βελτιώνεται, δεν μπορεί να ακολουθήσουν αυτούς τους ρυθμούς.

Σύμφωνα με την έκθεση, καταναλώνουμε ήδη από τα αποθέματά μας: «την τελευταία επταετία καταναλώσαμε περισσότερα τρόφιμα από όσα παρήγαμε. Σύμφωνα με μια μεγάλη διεθνή έρευνα, το 2030 οι ετήσιες ανάγκες ύδρευσης θα φτάσουν στα 6,900 δις m3, ήτοι 40% περισσότερο από τα σημερινά διαθέσιμα αποθέματα». Σύμφωνα με την έκθεση, σε λιγότερες από δύο δεκαετίες σχεδόν ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός θα ζει σε περιοχές που θα υφίστανται έντονες πιέσεις όσον αφορά την ύδρευση, εξ ου και γίνεται ρητά λόγος περί πολέμων του νερού.

Οι πιέσεις στους υδατικούς πόρους και στην τροφή κινδυνεύουν εξάλλου να επιδεινωθούν λόγω της κλιματικής αλλαγής. Μετά την αποτυχημένη σύνοδο της Ντόχα για τον περιορισμό στις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων, που αντανακλούν την πλήρη απουσία πολιτικής βούλησης των ΗΠΑ να συμμετάσχει στον αγώνα ενάντια στην κλιματική αλλαγή, είναι αρκετά ειρωνικό να διαβάζουμε σε ένα επίσημο κείμενο μιας αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών για την απειλή που αντιπροσωπεύει το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Όσο καλή επικοινωνιακή δουλειά και να κάνουν οι «σκεπτικιστές» της κλιματικής αλλαγής πέραν του Ατλαντικού και έστω κι αν ορισμένοι εξ αυτών συμμετέχουν στην γερουσία και την βουλή των αντιπροσώπων, όσον αφορά τις σοβαρές συζητήσεις για την απειλή που εκπροσωπεί η κλιματική αλλαγή στις Ηνωμένες Πολιτείες, κανείς πλέον στα ανώτερα κλιμάκια δεν αμφιβάλλει πως η κλιματική αλλαγή είναι πραγματική. Η έκθεση δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη όσον αφορά το ζήτημα αυτό.

Όσον κι αν οι συγγραφείς αποφεύγουν, πιθανότατα για λόγους «κλιματικής ορθότητας» όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στην πλειοψηφία των Αμερικανών, σύμφωνα με την οποία δεν είναι πρέπον, να αναφερθούν υπερβολικά στα μοντέλα των κλιματικών προσομοιώσεων, νιώθουν υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν πως «ο πλανήτης οδεύει προς μια άνοδο της μέσης θερμοκρασίας της τάξης των 2οC ως τα μέσα του τρέχοντος αιώνος. Αν οι εκπομπές (θερμοκηπικών αερίων) συνεχίσουν όπως σήμερα, στο τέλος του αιώνα είναι πολύ πιθανότερο να έχουμε φτάσει σε μια άνοδο της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας της τάξης του των +6οC παρά των +3οC, πράγμα που θα έχει πολύ σημαντικότερες επιπτώσεις».

Πράγμα που δεν προμηνύει τίποτα θετικό όσον αφορά την διατροφική ασφάλεια. Όχι μόνο λόγω της αύξησης του πληθυσμού, όχι μόνο λόγω του ότι (χάρη στην άνοδο των εισοδημάτων) οι αναδυόμενες χώρες αλλάζουν τις διατροφικές τους συνήθειες, με αύξηση της κατανάλωσης κρέατος, που χρειάζεται περισσότερο νερό και δημητριακά για να παραχθεί, όχι μόνο λόγω της ανάπτυξης των μεγαλουπόλεων, που απωθεί και ροκανίζει τις καλλιεργήσιμες γαίες, όχι μόνο λόγω της ανεπαρκούς αύξησης της παραγωγικότητας της γεωργίας, που δεν ακολουθεί κατ’ ανάγκην την αύξηση των αναγκών -ιδίως στην Αφρική- όχι μόνο λόγω της υποβάθμισης ορισμένων από τις υπερ-καλλιεργημένες γαίες, να που έρχονται και οι κλιματικές αλλαγές να συμβάλλουν κι αυτές από την μεριά τους στην αποσταθεροποίηση της αγροτικής-διατροφικής  βιομηχανίας: τα ακραία μετεωρολογικά φαινόμενα γίνονται συχνότερα, οι βροχοπτώσεις αυξομειώνονται, ορισμένοι παγετώνες που τροφοδοτούν τους υδρολογικούς πόρους λιώνουν κ.ο.κ. Ας μην εκπλησσόμαστε λοιπόν πως στην κορυφή των ενδεδειγμένων λύσεων φιγουράρει η ανάπτυξη των γενετικά τροποποιημένων φυτών.

Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ