Συζήτηση κατά την οποία επισημάνθηκαν οι διώξεις κατά των Κούρδων και των δημοσιογράφων στην Τουρκία, όπως και οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης για πολλές γυναίκες στη χώρα, διεξήχθη στη βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων.

Εισηγητής ήταν ο βουλευτής των Εργατικών Λόιντ Ράσελ-Μόιλ, ως Πρόεδρος της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Κουρδιστάν στην Τουρκία και στη Συρία.

Βασικός άξονας της συζήτησης ήταν οι πολιτικές διώξεις κατά των Κούρδων από το καθεστώς Ερντογάν, με τον εισηγητή να τονίζει πως η Άγκυρα αγνοεί την εντολή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το Δεκέμβριο του 2020 για την αποφυλάκιση της ηγετικής ομάδας και βουλευτών του κουρδικού κόμματος HDP όπως αναφέρει ανταποκριτής του ΣΚΑΪ.

Ο κ. Ράσελ-Μόιλ επισήμανε ότι πρόκειται για «οργανωμένη στόχευση» από την τουρκική κυβέρνηση βουλευτών της αντιπολίτευσης που τάσσονται υπέρ της αυτονομίας ή της αυτοδιάθεσης για κουρδικές περιοχές.

Ο βουλευτής συμφώνησε με παρέμβαση του επίσης Εργατικού Τζον Σπέλαρ που είπε πως η Βρετανία πρέπει να πιέσει το ΝΑΤΟ να απαιτήσει από το καθεστώς Ερντογάν να σεβαστεί τις δημοκρατικές αξίες αναφορικά με τους Κούρδους. Ο κ. Ράσελ-Μόιλ πρόσθεσε ότι η πίεση πρέπει να ασκηθεί και μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Ο ίδιος αναφέρθηκε επίσης σε κοινοβουλευτική έκθεση της επιτροπής της οποίας ηγείται που διαπίστωσε ότι κατηγορίες έχουν απαγγελθεί εναντίον 154 βουλευτών της αντιπολίτευσης στην Τουρκία και πως υπάρχει πλήθος αναφορών για παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων δημοτικών αξιωματούχων σε κουρδικές περιοχές.

Αναφέρθηκε δε και σε περιπτώσεις διακρίσεων κατά των Κούρδων μέσω της απαγόρευσης διδασκαλίας της κουρδικής γλώσσας και το κλείσιμο πολιτιστικών οργανισμών.

Ο κ. Ράσελ-Μόιλ καταδίκασε επίσης την αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την αποτροπή και αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, καθώς και τις φυλακίσεις ή τη λογοκρισία δημοσιογράφων.

Σημείωσε ότι η κοινοβουλευτική επιτροπή διαπίστωσε πως 62 εφημερίδες, 24 ραδιοφωνικοί σταθμοί, 19 περιοδικά και 29 εκδοτικοί οίκοι, συνολικά 177 οργανισμοί ενημέρωσης, έχουν κλείσει από την κυβέρνηση Ερντογάν και 2.500 δημοσιογράφοι έχουν φιμωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Με βάση στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας που επικαλέστηκε ο Βρετανός βουλευτής, το 1/3 των φυλακισμένων δημοσιογράφων ανά τον κόσμο βρίσκονται στην Τουρκία. «Πρόκειται για στατιστική που ντροπιάζει την Τουρκία», είπε ο κ. Ράσελ-Μόιλ.

Κάλεσε, τέλος, το Foreign Office να απαιτήσει από την Άγκυρα την αποφυλάκιση των ηγετών του HDP και να πιέσει την τουρκική κυβέρνηση να σεβαστεί το κράτος δικαίου, τις δημοκρατικές αρχές, τις γυναίκες και την ελευθεροτυπία.

Το λόγο έλαβαν επίσης η κουρδικής καταγωγής βουλευτής βορείου Λονδίνου Φέριαλ Κλαρκ, που συχνά αναδεικνύει τα δεινά των Κούρδων της Τουρκίας, καθώς και η σκιώδης Υφυπουργός Εξωτερικών των Εργατικών Κάθριν Γουέστ.

Μίλησε επίσης ο Συντηρητικός πρώην επικεφαλής της κοινοβουλευτικής επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων Κρίσπιν Μπλαντ, ο οποίος είπε πως θεωρεί κρίσιμο για τη φήμη της «Παγκόσμιας Βρετανίας» μετά από το Brexit να επανεξετάσει προσεκτικά τις σχέσεις της με την Τουρκία, όσο κεντρικής σημασίας και αν είναι οι διμερείς σχέσεις.

«Είναι μια στιγμή για να καθορίσουμε τις αξίες τις οποίες θα υπερασπιζόμαστε. Δεν μπορούμε να αγνοούμε το ότι η Τουρκία έχει φυλακίσει τους περισσότερους δημοσιογράφους από κάθε άλλη χώρα, ούτε τη συμπεριφορά της και την πολιτική της έναντι της κουρδικής μειονότητας», σημείωσε ο κ. Μπλαντ.

Στη συζήτηση παρενέβη και ο βουλευτής του Εθνικού Κόμματος Σκωτίας (SNP) Άλιν Σμιθ για να τονίσει ότι η Τουρκία έχει μια «αυξανόμενα αυταρχική κυβέρνηση» και για να προσθέσει στον κατάλογο των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων την «παράνομη κατοχή ενός κράτους μέλους της ΕΕ, της Κύπρου».

Την απάντηση σε όλα αυτά ανέλαβε να δώσει η Υφυπουργός Εξωτερικών Αμάντα Μίλινγκ.

Αρχικά επισήμανε τα πολλά κοινά συμφέροντα Βρετανίας-Τουρκία και στη συνέχεια ανέφερε πως η βρετανική κυβέρνηση «σημειώνει» τις ανησυχίες που εξέφρασαν οι βουλευτές καθώς και τις συλλήψεις στελεχών του HDP. Κάλεσε δε το HDP «να κρατήσει αποστάσεις» από το PΚΚ και «τη συνεχιζόμενη τρομοκρατική δράση του».

Η κα Μίλινγκ συμπλήρωσε: «Ενθαρρύνουμε την Τουρκία να διασφαλίσει ότι όλα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα δύνανται να διεξάγουν ελεύθερα τις νόμιμες πολιτικές τους δράσεις, σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο, χωρίς εκφοβισμό και ανεξάρτητα από ποιον τομέα της κοινωνίας εκπορεύονται».

Είπε επίσης ότι το Λονδίνο ενθαρρύνει την Τουρκία να σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία, ότι εγείρει με την Άγκυρα ζητήματα περί σεβασμού την ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και ότι έχει εγείρει στον ΟΑΣΕ ανησυχίες για το μεγάλο αριθμό συλλήψεων στελεχών του HDP.

«Ως φίλος και σύμμαχος της Τουρκίας θα συνεχίζουμε να εγείρουμε τακτικά ανησυχίες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να είμαστε σαφείς σην προσδοκία μας για τήρηση από την Τουρκία των σημαντικών αξιών του τουρκικού δικαίου, τις οποίες συμμεριζόμαστε.

Την ίδια ώρα, είναι σωστό να συνεχίσουμε να ενδυναμώνουνε τη σχέση μας έναν ζωτικής σημασίας εταίρο του Ηνωμένου Βασιλείου», κατέληξε η Βρετανίδα Υφυπουργός Εξωτερικών.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ