Όλοι γνωρίζουν τον Χένρυ Κίσσινγκερ, είτε τον μισούν είτε τον αποδέχονται ο άνθρωπος αυτός είναι “βουτηγμένος” στα πράγματα μέχρι το λαιμό. Η γνώμη του είναι βαρύνουσα και προιδεάζει καταστάσεις ή δίνει κατευθύνσεις και όποιος έπιασεν, έπιασεν.

“Η “Αραβική Άνοιξη” συζητείται γενικότερα σε σχέση με τις προοπτικές για “περισσότερη δημοκρατία”. Εξίσου σημαντική είναι η αυξανόμενη απαίτηση –  που εκδηλώθηκε πρόσφατα στη Συρία – για μια εξωτερική παρέμβαση, με στόχο την αλλαγή του καθεστώτος, ανατρέποντας την επικρατούσα αντίληψη του τι είναι διεθνής τάξη.

Η σύγχρονη έννοια της παγκόσμιας τάξης προέκυψε το 1648 από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, η οποία έθεσε τέλος στον Τριακονταετή Πόλεμο. Σε εκείνη τη σύγκρουση, ανταγωνιζόμενες δυναστείες έστειλαν στρατεύματα εκτός των πολιτικών συνόρων τους, προκειμένουν να επιβάλουν τις αντικρουόμενες θρησκευτικές αντιλήψεις τους. Η εκδοχή αυτή αλλαγής καθεστώτος που χρονολογείται από τον 17ο αιώνα έγινε αιτία να χάσει τη ζωή του περίπου το 1/3 του πληθυσμού της Κεντρικής Ευρώπης.

Για να αποφευχθεί μια επανάληψη αυτής της εκατόμβης, η Συνθήκη της Βεστφαλίας διαχώρισε την διεθνή από την εσωτερική πολιτική. Τα κράτη, που ορίστηκαν βάσει εθνοτικών και πολιτισμικών ομάδων, ονομάστηκαν “κυρίαρχα εντός των συνόρων τους”. Η διεθνής πολιτική περιορίστηκε στην αλληλεπίδρασή μεταξύ τους στα πλαίσια διακρατικών επιδράσεων. Για τους ιδρυτές εκείνης της αντίληψης, οι νέες έννοιες του εθνικού συμφέροντος και της ισορροπίας δυνάμεων ισοδυναμούσαν με περιορισμό, και όχι με ενίσχυση, του ρόλου της στρατιωτικής βίας. Ο περιορισμός αυτός αντικαθιστούσε τη βίαιη υποταγή και αλλαγή της πίστης των πληθυσμών με τη διατήρηση της ισορροπίας.

Το Βεστφαλιανό αυτό σύστημα  διαδόθηκε μέσω της ευρωπαϊκής διπλωματίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Αν και δοκιμάστηκε από τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα και την έλευση του διεθνούς κομμουνισμού, το κυρίαρχο έθνος-κράτος επέζησε, αν και όχι πάντα με συνέπεια, ως η βασική μονάδα της διεθνούς τάξης.

Ωστόσο, το σύστημα αυτό ποτέ δεν εφαρμόστηκε πλήρως στη Μέση Ανατολή. Μόνο τρία από τα μουσουλμανικά κράτη της περιοχής αυτής διέθεταν μια ιστορική βάση: η Τουρκία, η Αίγυπτος και το Ιράν. Τα σύνορα των υπόλοιπων εξαρτώνταν από την κατανομή των λαφύρων της εν υπνώσει Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιδεικνύοντας ελάχιστο ή καθόλου σεβασμό στις εθνικές ή θρησκευτικές διαφοροποιήσεις. Τα σύνορα των χωρών της περιοχής αυτής έχουν από τότε αντιμετωπίσει επανειλημμένες προκλήσεις, συχνά στρατιωτικές.

Το είδος της διπλωματίας που παράγεται μέσω της “Αραβικής Άνοιξης” αντικαθιστά τις αρχές ισορροπίας της Βεστφαλίας με ένα γενικευμένο δόγμα ανθρωπιστικής παρέμβασης. Στο πλαίσιο αυτό, οι εμφύλιες συγκρούσεις θεωρούνται διεθνώς μέσα από το πρίσμα προβληματισμών που αφορούν ζητήματα δημοκρατίας ή θρησκείας. Οι εξωτερικές δυνάμεις απαιτούν από το καθεστώς να διαπραγματευθεί με τους αντιπάλους του προκειμένου να ανακατανεμηθούν οι υπάρχουσες εξουσίες. Αλλά επειδή, και για τις δύο πλευρές, το ζητούμενο σε γενικές γραμμές είναι το θέμα επιβίωσης, τα αιτήματα αυτά συνήθως αγνοούνται εσκεμμένα. Στην περίπτωση που τα μέρη είναι σχετικά ισοδύναμα, τότε επικαλείται μια εξωτερική παρέμβαση, με χρήση στρατιωτικής βίας, προκειμένου να λυθεί το αδιέξοδο.

Αυτή η μορφή ανθρωπιστικής παρέμβασης διαφέρει από την συμβατική εξωτερική πολιτική, αφού μέσω αυτής αποφεύγονται οι επικλήσεις στο εθνικό συμφέρον ή την ισορροπία δυνάμεων και απορρίπτονται με το σκεπτικό ότι στερούνται ηθικής διάστασης. Η λογική βάση της παρέμβασης αυτού του είδους δεν είναι η αντιμετώπιση μιας στρατηγικής απειλής, αλλά η εξάλειψη των συνθηκών που θεωρούνται ότι παραβιάζουν τις παγκόσμιες αρχές της διακυβέρνησης.

Εάν τελικά υιοθετηθεί αυτή η προσέγγιση ως αρχή εξωτερικής πολιτικής, η μορφή αυτή παρέμβασης θέτει ευρύτερα ζητήματα γύρω από τη στρατηγική των ΗΠΑ. Θεωρούν οι Ηνωμένες Πολιτείες ότι είναι  υποχρεωμένες να υποστηρίζουν κάθε λαϊκή εξέγερση εναντίον μιας οποιασδήποτε μη δημοκρατικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που μέχρι τώρα θεωρούνταν σημαντικές για τη διατήρηση του διεθνούς συστήματος; Είναι, για παράδειγμα, η Σαουδική Αραβία σύμμαχος μόνο μέχρι τη στιγμή που θα ξεσπάσουν διαδηλώσεις στο έδαφός της; Είμαστε έτοιμοι να παραχωρήσουμε σε άλλα κράτη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε άλλες χώρες, με το πρόσχημα της υπεράσπισης ενός ομόθρησκου ή ομοεθνούς λαού;

Ταυτόχρονα, οι παραδοσιακές στρατηγικές επιταγές δεν έχουν εκλείψει. Μια αλλαγή καθεστώτος, σχεδόν εξ ορισμού, δημιουργεί την επιτακτική ανάγκη της οικοδόμησης μιας χώρας. Στην αντίθετη περίπτωση, η διεθνής τάξη η ίδια αρχίζει να αποσυντίθεται. Τα οποιαδήποτε κενά που υποδηλώνουν ανομία ενδέχεται να κυριαρχήσουν στον χάρτη, όπως έχει ήδη συμβεί στις περιπτώσεις της Υεμένης, της Σομαλίας, του βόρειου Μάλι, της Λιβύης και του βορειοδυτικού Πακιστάν, και δεν αποκλείεται να κυριαρχήσουν και στη Συρία. Η κατάρρευση του κράτους της Συρίας μπορεί να μετατρέψει το έδαφός της σε βάση για τρομοκρατικές δραστηριότητες ή εφοδιασμό ομάδων με όπλα για χρήση εναντίον γειτονικών χωρών, οι οποίες, ελλείψει αποτελεσματικής κεντρικής εξουσίας, δεν θα διαθέτουν τα μέσα να τις αντιμετωπίσουν.

Στη Συρία, οι εκκλήσεις για ανθρωπιστική βοήθεια και στρατηγική παρέμβαση είναι ταυτόχρονες. Ευρισκόμενη στην καρδιά του μουσουλμανικού κόσμου, η Συρία έχει, επί προεδρίας Bashar al-Assad, συνεισφέρει στην προώθηση της στρατηγικής του Ιράν στην Ανατολή και τη Μεσόγειο. Υποστήριξε την Χαμάς, η οποία απορρίπτει το ισραηλινό κράτος, και την Χεζμπολλάχ, η οποία υπονομεύει τη συνοχή του Λιβάνου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τόσο στρατηγικούς όσο και ανθρωπιστικούς λόγους να τάσσονται υπέρ της ανατροπής του Άσαντ και να προωθούν τη διεθνή διπλωματίας για το σκοπό αυτό. Από την άλλη πλευρά, δεν αποτελεί το κάθε στρατηγικό συμφέρον δικαιολογία για πόλεμο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, δεν θα έμενε καθόλου χώρος για άσκηση διπλωματίας.

Καθώς εξετάζεται η πιθανότητα μιας στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, θα πρέπει κανονικά να τεθούν ορισμένα βασικά ζητήματα: Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες επιταχύνουν την απόσυρσή τους από περιοχές που κατείχαν μετά από στρατιωτικές επεμβάσεις, δηλαδή το Ιράκ και το Αφγανιστάν, πώς μπορεί να δικαιολογηθεί μια νέα στρατιωτική δέσμευση στην ίδια ευρεία γεωπολιτική περιοχή, και μάλιστα μια επέμβαση η οποία είναι πιθανό να αντιμετωπίσει παρόμοιες προκλήσεις με τις προηγούμενες; Η νέα αυτή προσέγγιση – λιγότερο ρητά στρατηγικής και στρατιωτικής φύσεως, που προσανατολίζεται περισσότερο προς διπλωματικά και ηθικά ζητήματα – δίνει λύσεις στα διλήμματα που καταρράκωσαν τα προηγούμενα εγχειρήματα στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τα οποία κατέληξαν στην απόσυρσή μας και μια διαιρεμένη Αμερική; Ή μήπως θα επιτείνει τις ήδη υπάρχουσες δυσκολίες, διακινδυνεύοντας το κύρος και το ηθικό των ΗΠΑ στην διαχείριση των εσωτερικών μας προβλημάτων, με αποτέλεσμα να μας απομείνουν ακόμη λιγότερα μέσα και μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση μιας λύσης τους; Ποιος θα αντικαταστήσει την έκπτωτη από την οργή του αμερικανικού λαού ηγεσία, και τι γνωρίζουμε ακριβώς για τις συνέπειες; Μια τέτοια έκβαση θα βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των πολιτών και την ασφάλεια στο εσωτερικό της χώρας; Ή μήπως κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε την εμπειρία με τους Ταλιμπάν, που οπλίστηκαν από εμάς για να πολεμήσουν τον Σοβιετικό εισβολέα, αλλά στη συνέχεια μετατράπηκαν σε πρόκληση για την ασφάλεια μας;

Η διαφορά μεταξύ μιας στρατηγικής και μιας ανθρωπιστικής παρέμβασης αποκτά μέγιστη σημασία. Η παγκόσμια κοινότητα ορίζει την ανθρωπιστική παρέμβαση μέσω της συναίνεσης, πράγμα τόσο δύσκολο να επιτευχθεί ώστε σχεδόν πάντα να εμποδίζεται η οποιαδήποτε προσπάθεια. Από την άλλη πλευρά, μια παρέμβαση που ή είναι μονομερής ή βασίζεται σε μια συμμαχία προθύμων προκαλεί την αντίσταση των χωρών που φοβούνται την εφαρμογή της πολιτικής αυτής στο δικό τους έδαφος (όπως είναι η Κίνα και η Ρωσία). Ως εκ τούτου, είναι δυσκολότερο να επιτευχθεί εσωτερική στήριξη σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης κινδυνεύει να ανατραπεί αφ’ ενός λόγω των αρχών του και αφ’ ετέρου λόγω της μη ικανότητας εφαρμογής τους. Αντίθετα, η μονομερής επέμβαση ενέχει το τίμημα της απουσίας διεθνούς και εγχώριας στήριξης.

Η στρατιωτική επέμβαση, ανθρωπιστική ή στρατηγική, έχει δύο προϋποθέσεις:

Πρώτον, είναι σημαντική μια συναίνεση ως προς τη διακυβέρνηση μετά την ανατροπή του status quo. Αν ο στόχος περιοριστεί στην καθαίρεση ενός συγκεκριμένου ηγέτη, πιθανόν να ακολουθήσει ένας νέος εμφύλιος ως αποτέλεσμα του κενού που θα διαδεχθεί τη σύρραξη, καθώς οι ένοπλες ομάδες θα αντιμάχονται η μια την άλλη για τη διαδοχή, και οι άλλες χώρες θα επιλέξουν διαφορετικές πλευρές.  

Δεύτερον, ο πολιτικός στόχος πρέπει να είναι σαφής και εφικτός στα πλαίσια ενός εσωτερικά βιώσιμου χρονικού διαστήματος. Και αμφιβάλλω ότι το συριακό ζήτημα συγκεκριμένα ανταποκρίνεται σε αυτές τις προϋποθέσεις. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να οδηγηθούμε στα πλαίσια μιας ακολουθίας σκοπιμοτήτων σε μια απροσδιόριστης φύσης και έκβασης εμπλοκή σε μια σύγκρουση που θα αποκτά έναν ολοένα και πιο σεκταριστικό χαρακτήρα. Αντιδρώντας σε μια ανθρώπινη τραγωδία, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για μη διευκολύνουμε μιαν άλλη. Δίχως μια σαφώς προσδιορισμένη στρατηγική αντίληψη, μια παγκόσμια τάξη που διαβρώνει σύνορα και συγχωνεύει διεθνείς με εμφύλιους πολέμους δεν θα μπορέσει ποτέ να σταθεί. Μια αίσθηση διαβάθμισης είναι απαραίτητη ώστε να διατηρείται πάντα διακριτή η ένδειξη του απόλυτου. Αυτό, φυσικά, είναι ένα ανεξάρτητο θέμα, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ανάλογα, στα πλαίσια του δημόσιου διαλόγου, τον οποίο πρόκειται να διεξαγάγουμε ως χώρα.”

Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ