Κίνα: «Θα διαμεσολαβήσουμε στην ουκρανική κρίση αλλά η σχέση μας με την Ρωσία είναι… βράχος»
Το Πεκίνο στηρίζει την Μόσχα
Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Γουάνγκ Γι, δήλωσε σχετικά με την ουκρανική κρίση στην κύρια συνέντευξη Τύπου του έτους ότι η χώρα του είναι «έτοιμη, εάν χρειαστεί και μαζί με τη διεθνή κοινότητα, να πραγματοποιήσει την απαραίτητη διαμεσολάβηση όταν χρειαστεί».
Αν και αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι το Πεκίνο πρόκειται να αποστασιοποιηθεί από τον στρατηγικό του εταίρο. Το αντίθετο: η σχέση με τη Μόσχα είναι «στερεά σαν βράχος» και θα συνεχίσει να βαθαίνει, διαβεβαίωσε ο υπουργός.
Κάποιοι στην ΕΕ και στις ΗΠΑ έχουν την περίεργη ιδέα ότι θα μπορέσουν να στρέψουν την Κίνα κατά της Ρωσίας.
Κάτι που δεν ισχύει καθώς στο Πεκίνο ξέρουν ότι αν «πέσει» η Ρωσία μετά έρχεται η σειρά τους.
Ακόμα κι αν πάρουν διαβεβαιώσεις από τους Δυτικούς ότι δεν θα τους… ενοχλήσουν για κάποιες δεκαετίες, στο Πεκίνο γνωρίζουν ότι αυτό δεν θα εφαρμοστεί και ότι ο λόγος των Δυτικών δεν έχει καμία ιδιαίτερη αξία βλέποντας ιστορικά την τύχη όσων τους εμπιστεύτηκαν όλα αυτά τα χρόνια μεταξύ αυτών και η Ρωσία που εμπιστεύτηκε την αμερικανική δέσμευση ότι δεν θα επεκτείνονταν το ΝΑΤΟ προς ανατολάς.
Ιστορικά όλοι γνωρίζουμε τι έγινε και το ξέρουν και οι Κινέζοι…
Η πρόταση της Κίνας δεν σημαίνει, όπως ξεκαθάρισε ο υπουργός, ότι το Πεκίνο πρόκειται να εγκαταλείψει το πλευρό της Μόσχας, του στρατηγικού της εταίρου με τον οποίο διατηρεί στενές σχέσεις εδώ και μιά δεκαετία και με την οποία έχει δηλώσει ότι η συνεργασία «δεν έχει όρια».
Η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών είναι «σταθερή» και «οι προοπτικές για μελλοντική συνεργασία είναι τεράστιες», είπε ο Γουάνγκ.
Και οι δύο είναι «οι πιο σημαντικοί στρατηγικοί εταίροι ο ένας για τον άλλον» και η σύνδεσή τους «συμβάλλει» στην ειρήνη και τη σταθερότητα στον κόσμο.
«Ανεξάρτητα από το πόσο ζοφερή είναι η διεθνής κατάσταση, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία θα διατηρήσουν τη στρατηγική τους αποφασιστικότητα» και θα συνεχίσουν να προωθούν «τον συντονισμό τους στη νέα εποχή», είπε ο υπουργός. Η κινεζική κυβέρνηση δεν καταδίκασε τη ρωσική επίθεση, την οποία δεν την αποκαλεί «εισβολή» και χαρακτήρισε “παράνομες” τις κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση κατά της ρωσικής κυβέρνησης.
Η Ουκρανία έχει ζητήσει επανειλημμένα τη διαμεσολάβηση της Κίνας. Την 1η Μαρτίου, ο Ουκρανός υπουργός Ντμίτρο Κουλέμπα μετέφερε αυτό το αίτημα στον Γουάνγκ σε τηλεφωνική συνομιλία. Τρεις ημέρες αργότερα, ο επικεφαλής της διπλωματίας στο Κίεβο διαβεβαίωσε ότι είχε λάβει εγγυήσεις ότι «η Κίνα ενδιαφέρεται να σταματήσει αυτόν τον πόλεμο».
«Η κινεζική διπλωματία έχει αρκετά εργαλεία για να κάνει τη διαφορά», υποστήριξε. Πριν από την κρίση το Πεκίνο είχε εξαιρετικές σχέσεις με την πρώην σοβιετική χώρα, από την οποία αγοράζει όπλα και το 80% των εισαγωγών καλαμποκιού της.
Το ενδεχόμενο μεσολάβησης από το Πεκίνο είχε βρει απήχηση και σε άλλες περιπτώσεις μετά τη συνομιλία του Ουκρανού υπουργού με τον Κινέζο ομόλογό του.
Ο επικεφαλής της διπλωματίας της ΕΕ, Ζοσέπ Μπορέλ, τόνισε τον ρόλο που πρέπει να παίξει η κινεζική διπλωματία.
«Καμία εναλλακτική. Δεν μπορούμε να είμαστε οι μεσολαβητές. Και δεν μπορεί να είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ποιος άλλος; Πρέπει να είναι η Κίνα», πρόσθεσε.
«Η Κίνα έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει τη Μόσχα, λόγω της σχέσης, προφανώς, και θα θέλαμε η Κίνα να χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να πιέσει για κατάπαυση του πυρός και να κάνει τη Ρωσία να σταματήσει τους άνευ προηγουμένου βάναυσους βομβαρδισμούς και δολοφονίες αμάχων στην Ουκρανία», ανέφερε.
Το Πεκίνο, υπενθύμισε ο εκπρόσωπος, απείχε από το ψήφισμα που ενέκρινε ο ΟΗΕ την περασμένη εβδομάδα, καταδικάζοντας τον πόλεμο στην Ουκρανία, και «αυτό δείχνει ότι δεν είναι μεταξύ των πέντε απομονωμένων χωρών» που καταψήφισαν το κείμενο.
Μόνο η Ρωσία, η Λευκορωσία, η Βόρεια Κορέα, η Συρία και η Ερυθραία απέρριψαν το ψήφισμα, το οποίο εγκρίθηκε με 141 ψήφους υπέρ, πέντε κατά και 35 αποχές.
Η Κίνα «θα μπορούσε να παίξει έναν ρόλο», παραδέχτηκε ο Άντονι Σάιχ του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ σε ένα σεμινάριο την περασμένη εβδομάδα. «Γνωρίζουμε ότι σε άλλες περιπτώσεις η Κίνα έχει παρέμβει στο παρασκήνιο, με θετικό ρόλο στην προσπάθεια διαχείρισης παγκόσμιων προβλημάτων, όπως η πυρηνοποίηση στην κορεατική χερσόνησο, προσπαθώντας να το αντιμετωπίσει με τη Βόρεια Κορέα».
Η κινεζική κυβέρνηση παρουσιάστηκε επίσης ως μεσολαβητής στις διαφορές μεταξύ του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, του άλλου μεγάλου συμμάχου της.
Και το Πεκίνο αντιμετωπίζει μια σημαντική πολιτική χρονιά το 2022, κατά την οποία ο πρόεδρος του θα λάβει μια νέα πενταετή θητεία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σι θέλει απόλυτη σταθερότητα σε όλα τα μέτωπα, εγχώριο και διεθνές. Το Πεκίνο διατηρεί παραδοσιακά μια θέση μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών και σεβασμού της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών.
Σε αυτή τη σύγκρουση, προσπαθεί να συμβιβάσει, τουλάχιστον λεκτικά, τον σεβασμό αυτής της αρχής διατηρώντας την υποστήριξη προς τον εταίρο της, τη Ρωσία.
Αντίθετα, επέλεξε να θεωρήσει τη Δύση – τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, συγκεκριμένα – υπεύθυνες για τη σύγκρουση, επειδή δεν έλαβαν υπόψη τις «νόμιμες ανησυχίες ασφαλείας» της Μόσχας. «Χρειάζεται περισσότερο από μία κρύα μέρα για να παγώσει ένα μέτρο πάγου», είπε ο Γουάνγκ στη συνέντευξη Τύπου του, σε μια μεταφορά για να δείξει τη θέση του ότι η κρίση έχει σφυρηλατηθεί εδώ και πολύ καιρό. Άλλοι είναι πιο δύσπιστοι σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχίας στη διαμεσολάβηση.
Ο Aντριου Σμόλ του German Marshall Fund σημείωσε στο Twitter ότι «το γεγονός ότι η Κίνα υποστηρίζει ξεκάθαρα τη Ρωσία δεν την εμποδίζει να υιοθετήσει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο. Το Πεκίνο συνήθως το αναλαμβάνει όταν γέρνει προς τη μία πλευρά, αλλά πιστεύει ότι έχουν πάει πολύ μακριά». Αλλά — διευκρινίζει — «η εμπειρία της Κίνας με την Ουκρανία ,Ρωσία, και την Ευρωπαϊκή ασφάλεια,είναι ελάχιστη. Δεν έχει πραγματική ικανότητα να πηγαίνει από τη μια πλευρά στην άλλη με προτάσεις, να πατάει εδώ κι εκεί, να παρουσιάζει εναλλακτικές κ.λπ.».
«Η Κίνα έχει βάλει το στοίχημά της: ότι δεδομένου του στρατηγικού τοπίου της , η σινο-ρωσική συνεργασία αξίζει ένα τίμημα. Οποιαδήποτε ελπίδα για κινεζική διαμεσολάβηση θα πρέπει να μετριαστεί από το γεγονός ότι θα είναι απρόθυμοι να την παράσχουν και αν το κάνουν είναι απίθανο να πάρει χρήσιμη μορφή».