Στο Μανχάταν, όταν μύριζε καμένη σάρκα…
Ηταν η πρώτη ημέρα που άνοιγαν ξανά οι πτήσεις από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Στο αεροδρόμιο της Ρώμης, ο έλεγχος έγινε όχι μία, αλλά τρεις φορές πριν να μπούμε στο αεροπλάνο. Κι όταν μπήκαμε, μείναμε μέσα τέσσερις ολόκληρες ώρες. Οι βαλίτσες φορτώθηκαν και ξεφορτώθηκαν δύο φορές, τα αστυνομικά σκυλιά μπήκαν στην καμπίνα, όπου επικρατούσε μια θανατερή σιωπή: ουδείς διαμαρτυρόταν για την καθυστέρηση, ουδείς μιλούσε. Οι περισσότεροι από τους επιβάτες έκλαιγαν σιωπηρά. Κανείς μας δεν ήξερε τι μας περίμενε σε εκείνη την πτήση, στην οποία είχε επιβιβαστεί και ο υπογράφων για να καλύψει τα γεγονότα στην Αμερική. Κανείς δεν γνώριζε αν το αεροπλάνο θα έφτανε πραγματικά στον προορισμό του.
Κι έτσι πέρασε όλη η πτήση. Μέσα στη σιωπή. Όταν εν τέλει προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο Κένεντι της Νέας Υόρκης, βρεθήκαμε ξαφνικά σε έναν άλλο κόσμο: τα μέτρα ασφαλείας ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί κανείς – αυτά που βλέπαμε, ήταν οικεία μόνον σε όποιον είχε κάνει αποστολές σε εμπόλεμες ζώνες.
Όμως η έκπληξη ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν πια έφτανε κανείς από το Κουίνς που βρίσκεται το αεροδρόμιο, στο ίδιο το Μανχάταν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου τις άδειες λεωφόρους, εκεί που ένιωθες σα να βρισκόσουν σε γιγάντιο σκηνικό από ταινία καταστροφής, καθώς δεν υπήρχε άνθρωπος στους δρόμους. Ηταν ακόμα η εποχή του φόβου για τα βιολογικά όπλα: θα περάσει ένα όχημα που θα τα σκορπίσει στον αέρα, ή όχι;
Περπατούσα στο κέντρο της Πέμπτης λεωφόρου μόνος, όχι στο πεζοδρόμιο, στη μεσαία λωρίδα του οδοστρώματος. Γύρω, δεν υπήρχε τίποτα. Ψυχή δεν φαινόταν, ούτε άκουγες ήχο κανένα. Μόνον ο αέρας έκανε τους στύλους από τις σημαίες στα κτίρια να τρίζουν…
Εφτασα κάποτε στο «Γκράουντ Ζίρο», εκεί που έστεκαν παλιά οι Δίδυμοι Πύργοι. Εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, μύριζε ήδη καμένη σάρκα. Όταν κατάφερνες όμως να φτάσεις στην καρδιά της καταστροφής, έπειτα από δεκάδες ελέγχους, ήταν η Αποκάλυψη.
Δεν έχει νόημα, ούτε είναι εύκολο να περιγράψει κανείς εκείνο το βίωμα, ανάμεσα στα βουνά των ερειπίων, με τους ανθρώπους των συνεργείων, της πυροσβεστικής, της αστυνομίας και του Δήμου, να βγάζουν χιλιάδες κουβάδες με ανθρώπινα μέλη ανακατεμένα με σίδερα, αντικείμενα και χώμα.
Εκεί, μέσα στο χάος των ήχων και των οσμών μιας αληθινής κόλασης, γράφτηκε ένα νέο κεφάλαιο της αμερικανικής ταυτότητας που εμάς εδώ, πολύ μακριά από όλα αυτά, όσο κι αν μας συγκλόνισε, στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να το φανταστούμε και αδύνατο να το νιώσουμε.
Γι αυτό και θαύμασα προχθές αυτό το μεγάλο λαό βλέποντας τις τρομερές εικόνες από την ώρα της μαζικής δολοφονικής επίθεσης στη Βοστώνη. Αν τις δείτε ξανά, θα καταλάβετε το πιο ουσιαστικό: εκείνες τις στιγμές, που όλοι αυτοί οι άνθρωποι υφίστανται την επίθεση συνειδητοποιούν ότι μπορεί να έρχεται το τέλος, καθώς δεν ξέρουν τι πρόκειται να ακολουθήσει. Όμως, πολλοί από αυτούς, δεν φεύγουν, δεν το βάζουν στα πόδια. Μένουν εκεί και τρέχουν να βοηθήσουν.
Δεν επικρατεί το χάος όπως πολλοί άκριτα και ανόητα αναμεταδίδουν. Αντίθετα, πλήθος απλοί άνθρωποι, ενώ δεν ξέρουν αν και κατά πόσο κινδυνεύουν ακόμα, σπεύδουν αμέσως να βοηθήσουν, ενώ οι αρχές πυκνώνουν την παρουσία τους: οι απλοί αστυνομικοί, οι πυροσβέστες, οι διοργανωτές. Εμπλεκόμενοι και μη, πάρα πολλοί άνθρωποι, αντί να το σκάσουν, όπως θα ήταν απολύτως ανθρώπινο και φυσικό, παίζουν τη ζωή τους κορόνα γράμματα και μένουν εκεί γα να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο στην ώρα της απόλυτης ανάγκης…
Κι αυτό είναι τελικά το πιο σημαντικό, το πιο μεγάλο, εκείνο που θα μείνει από τη διεστραμμένη φοβερή αυτή τρομοκρατική επίθεση, όποιος κι αν είναι εκείνος που την έκανε στην καρδιά της «Αθήνας της Αμερικής». Αυτό είναι το στίγμα ενός μεγάλου λαού.
[Του Γεώργιου Π. Μαλούχου από Το Βήμα]
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr