Πληθαίνουν τα δημοσιεύματα στις ΗΠΑ και γενικότερα στις δυτικές χώρες με βάση τα οποία θεωρείται πλέον σχεδόν βέβαιο ότι οι ουκρανικές δυνάμεις όχι μόνο δεν θα επικρατήσουν στα πεδία των μαχών επί των Ρώσων αλλά κινδυνεύουν να χάσουν ολοκληρωτικά τον πόλεμο.

«Είναι πλέον σχεδόν βέβαιο ότι τα στρατεύματα του Oυκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι θ’ αποτύχουν να εκδιώξουν τις ρωσικές δυνάμεις από την Ουκρανία και αν ο Ζελένσκι δεν διαχειριστεί επιδέξια την ασταθή κατάσταση κατά το υπόλοιπο του έτους, μπορεί να χάσει τον πόλεμο», γράφει σε ανάλυσή του ο απόστρατος Αμερικανός συνταγματάρχης Ντάνιελ Ντέιβις.

Ακολουθούν μερικά δείγματα πρωτοσέλιδων των τελευταίων ημερών: «Η Ουκρανία απελευθερώνει οκτώ οικισμούς ενώ η αντεπίθεση προχωρά», «Οι δυνάμεις της Ουκρανίας πραγματοποιούν διαδοχικές επιχειρήσεις αντεπίθεσης» και «Η Ουκρανία προετοιμάζει το μεγαλύτερο πλήγμα».

Αυτά ήθελαν να πιστεύουν στις ΗΠΑ.

Στις 6 Ιουνίου, τη δεύτερη ημέρα της ουκρανικής αντεπίθεσης, ο πρώην διευθυντής της CIA και απόστρατος στρατηγός τεσσάρων αστέρων Ντέιβιντ Πετρέους δήλωσε στη γερμανική Deutsche Welle:

 «Νομίζω ότι η (ουκρανική) επίθεση θα είναι πολύ πιο επιτυχημένη απ’ ό,τι πολλοί από τους πιο απαισιόδοξους αναλυτές εκτιμούν».

Ο λόγος της αισιοδοξίας του; Πρώτον, επειδή οι Ουκρανικές Ενοπλες Δυνάμεις (UAF) θα είναι ενισχυμένες με μεγάλες ποσότητες εξοπλισμού και εκπαίδευσης από το ΝΑΤΟ και δεύτερον, διότι πιστεύει ότι οι Ρώσοι «δεν είναι καλά εκπαιδευμένοι, καλά εξοπλισμένοι και δεν διοικούνται καλά».

Μια εβδομάδα αργότερα, ο απόστρατος στρατηγός τεσσάρων αστέρων Μπεν Χότζες έφτασε στο σημείο να λέει ότι εξακολουθεί να πιστεύει «πως η Ουκρανία μπορεί ν’ απελευθερώσει την Κριμαία, το αποφασιστικό πεδίο αυτού του πολέμου, μέχρι το τέλος αυτού του καλοκαιριού, δηλαδή μέχρι το τέλος του Αυγούστου».

Φυσικά, όλα αυτά ήταν αναλύσεις και εκτιμήσεις στο… γόνατο.

Ακόμη και την περασμένη Πέμπτη, ο Χότζες έγραψε αισιόδοξα στην Washington Post ότι «η Ουκρανία μόλις έκανε ένα αποφασιστικό βήμα στον δρόμο της εκδίωξης των ρωσικών δυνάμεων από το έδαφός της» προκαλώντας απορία… ποιο πολεμικό μέτωπο παρακολουθούσε.

Τα δεδομένα δείχνουν ότι η επίθεση ξεκίνησε με καταστροφικό τρόπο. Οι συνθήκες στο μέλλον προοιωνίζονται άσχημες για τις δυνάμεις του Ζελένσκι.

Ιστορικά, η επίτευξη βασικών κερδών τις πρώτες 24 έως 48 ώρες μιας μεγάλης εισβολής ή επίθεσης είναι απαραίτητη για την επιτυχία. Στην αντεπίθεση είναι ακόμα πιο σημαντικό να συμβεί αυτό.

Σκεφτείτε ότι ο Αϊζενχάουερ πίστευε πως για να είναι πετυχημένη η περίφημη απόβαση του 1944 στη Νορμανδία, οι σύμμαχοι θα έπρεπε να έχουν διεισδύσει πέρα από τις ακτές σε 24 ώρες.

Ο στρατηγός Ντάγκλας ΜακΑρθουρ χρειάστηκε τέσσερις ημέρες για να καταλάβει την αεροπορική βάση Κίμπο για να υποστηρίξει τη διάσημη Επιχείρηση της Ιντσόν τον Σεπτέμβριο του 1950.

Ακόμη και, στην τελικά ανεπιτυχή αντεπίθεση, ο Χίτλερ τον Δεκέμβριο του 1944 στο Δάσος των Αρδεννών – η Μάχη των Αρδεννών – αρχικά διείσδυσε σχεδόν 50 μίλια πίσω από τις αμερικανικές γραμμές πριν σταματήσει.

Αντίθετα, η επίθεση της Ουκρανίας έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να προχωρήσει μόλις επτά χιλιόμετρα μπροστά, σε μια περιοχή και ουσιαστικά σε καμία άλλη.

Σύμφωνα με την Ουκρανή αναπληρώτρια υπουργό Αμυνας, Χάνα Μαλιάρ, οι UAF έχουν στην πραγματικότητα χάσει έδαφος στο τμήμα του μετώπου Λιμάν/Κουπιάνσκ.

Οι περισσότεροι δυτικοί σχολιαστές υποστήριξαν ότι είναι απλώς νωρίς και ότι με τον καιρό η ουκρανική επίθεση παρ’ όλ’ αυτά θα έχει επιτυχία, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα λένε αυτά για να μην στεναχωρήσουν τις κυβερνήσεις τους και για να μην χάσουν το ηθικό τους οι δυτικές κοινωνίες.

Το γενικό σχέδιο της Ουκρανίας ήταν να εξαπολύσει μια σειρά από επιθέσεις αντιπερισπασμού κατά μήκος του μετώπου μήκους 1.000 χιλιομέτρων για να εξαπατήσει τη Ρωσία ώστε να πιστέψει ότι η κύρια προσπάθεια θα επικεντρωνόταν στην κατεύθυνση της Ζαπορίζια.

Η πρόθεση του Κιέβου ήταν να διεισδύσει στις πρώτες ρωσικές γραμμές άμυνας νότια από το σημείο εκκίνησης του Ορικίβ για να καταλάβει την πόλη Τόκμακ, περίπου 25 χιλιόμετρα νοτιότερα.

Στη συνέχεια, οι δυνάμεις του θα προχωρούσαν είτε στο Μπερντιάνσκ είτε στη Μελιτόπολη, στην ακτή της Αζοφικής Θάλασσας για να κόψουν τον ρωσικό στρατό στη μέση.

Μετά από 15 ημέρες μαχών στις οποίες υπέστη σοβαρές απώλειες, η Ουκρανία δεν έχει καν φτάσει στην πρώτη ζώνη των κύριων ρωσικών αμυντικών περιοχών. Οι λόγοι για τις αποτυχίες της είναι σαφείς, συστημικοί και βασανιστικοί.

Πρώτον, η Ρωσία είχε εννέα μήνες για να προετοιμάσει τις αμυντικές ζώνες της και συνεπώς τον χρόνο να τις οργανώσει σε βάθος και να τις καταστήσει ανθεκτικές.

Η Ρωσία έχει αεροπορική υπεροχή πάνω από την Ουκρανία.

Δεύτερον, όπως έχει δείξει συνήθως αυτός ο πόλεμος, η επίθεση είναι πολύ πιο περίπλοκη από την άμυνα.

Τρίτον, η Ρωσία έχει μια σειρά από κρίσιμα στρατιωτικά πλεονεκτήματα έναντι της Ουκρανίας που είναι σχεδόν αδύνατο να ξεπεραστούν.

Η Μόσχα διαθέτει αεροπορική υπεροχή στο στρατηγικό μέτωπο πάνω από την Ουκρανία, σημαντικό πλεονέκτημα στα συστήματα αεράμυνας, στην πυκνότητα των βολών πυροβολικού, υπεροχή στην ικανότητα ηλεκτρονικού πολέμου – η οποία φαίνεται πιο ξεκάθαρα στη δυνατότητά της ν’ αναπτύσσει επιθετικά και αναγνωριστικά drones ενώ σχεδόν ακυρώνει τις αντίστοιχες προσπάθειες του αντιπάλου της – μια σχεδόν απεριόριστη προσφορά αντιαρματικών ναρκών, πλεονεκτήματα στον αριθμό των τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού και αρμάτων μάχης, και την ικανότητα να πραγματοποιεί συνεχή μπαράζ πυραυλικών επιθέσεων εναντίον ουκρανικών πόλεων, αποθηκών καυσίμων και πυρομαχικών κοντά στο μέτωπο.

Ουσιαστικά, όταν χρειάζεται να διεισδύσει σε βαθιά ναρκοπέδια σε πολλαπλές ζώνες, η Ουκρανία φαίνεται να μην διαθέτει επαρκή εξοπλισμό για την εκκαθάρισή τους.

Και ίσως, πάνω απ’ όλα, η Ρωσία έχει εκατομμύρια περισσότερους άντρες από τους οποίους μπορεί ν’ αντλήσει αντικαταστάτες καθώς και μια πλήρως λειτουργική στρατιωτική βιομηχανική ικανότητα να εξοπλίζεται με μια επ΄αόριστον ροή.

Αυτά τα πλεονεκτήματα είναι διαρκή και θεμελιώδη για τον καθορισμό του ποιος κερδίζει και ποιος χάνει τους πολέμους, και δεν υπάρχει τίποτα που θα τ’ αλλάξει στο άμεσο μέλλον.

Η Ουκρανία δεν μπόρεσε να προχωρήσει προς την κύρια γραμμή της ρωσικής άμυνας μέσα σε δύο εβδομάδες, και προπάντων οι πιο δύσκολες αμυντικές οχυρώσεις δεν έχουν ακόμη έρθει: τάφροι αρμάτων μάχης, δόντια δράκου, τεράστια ναρκοπέδια και κινητοί σχηματισμοί αντεπίθεσης σε βάθος.

Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ, Μαρκ Μίλεϊ, είπε την περασμένη εβδομάδα ότι υπάρχουν «πολλές εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες σε θέσεις προετοιμασίας στα χαρακώματα σε όλη τη γραμμή του ουκρανικού μετώπου».

Η Ρωσία πιθανότατα δεν θα ξεμείνει από άνδρες προτού εξαντληθεί το επιθετικό δυναμικό της Ουκρανίας.

Εάν το Κίεβο αρνηθεί ν’ αναγνωρίσει την ανεπαρκή πρόοδό του σ’ αυτή την επίθεση και τους θεμελιώδεις λόγους για τους οποίους η μελλοντική επιτυχία είναι απίθανη, μπορεί να χάσει το μεγαλύτερο μέρος της επιθετικής του δύναμης κρούσης και να γίνει ευάλωτο σε μια ρωσική αντεπίθεση.

Στην καλύτερη περίπτωση, η Ουκρανία θα χρειαζόταν άλλους εννέα έως 12 μήνες για να ξαναχτίσει μια δύναμη παρόμοιας ικανότητας με αυτή που συγκροτούσε τους τελευταίους εννέα μήνες.

Εάν ο Πούτιν έχει αρκετά στρατεύματα και ο Ζελένσκι θυσιάσει το επιθετικό του δυναμικό με την τρέχουσα επιχείρηση, η Ουκρανία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με μια ρωσική επίθεση αυτό το καλοκαίρι, και μπορεί να μην έχει την ικανότητα ν’ αντισταθεί.

Με δεδομένη την απόδοση της ουκρανικής αντεπίθεσης μέχρι σήμερα, και των θεμελιωδών αρχών που εξακολουθούν να επικρατούν σ’ όλο το μέτωπο, η πιο συνετή πορεία δράσης για το Κίεβο θα ήταν ν’ αναστείλει την επίθεσή του, να τη μετατρέψει σε πόλεμο θέσεων κατά μήκος της γραμμής επαφής, για να διασφαλίσει ότι η Ρωσία δεν μπορεί να επιτεθεί με όλες τις δυνάμεις της οπουδήποτε, και ν’ αρχίσει να χτίζει τη δική του γραμμή σύνθετων αμυντικών οχυρώσεων.

Είναι πιθανό να υπάρχει χρόνος για να συγκροτηθεί μια ισχυρή άμυνα, και η Ουκρανία έχει ακόμα αρκετή δύναμη για να την επανδρώσει από μόνη της.

Ταυτόχρονα, η πιο ρεαλιστική πορεία διπλωματικά και πολιτικά θα ήταν ν’ αρχίσει να βάζει τις βάσεις, τώρα, επιδιώκοντας μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων με τους καλύτερους δυνατούς όρους, τόσο με το εγχώριο κοινό όσο και με τη ρωσική κυβέρνηση.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ