Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939. Σχεδόν ένα χρόνο μετά η Γερμανία είχε κατορθώσει να ελέγχει την κεντρική, την βόρεια και την δυτική Ευρώπη. Η πτώση της Γαλλίας και η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο, τον Ιούνιο του 1940, σηματοδότησε το ξεκίνημα μιας νέας φάσης του πολέμου.

Με την Ισπανία να παραμένει ουδέτερη και την Σοβιετική Ένωση να έχει υπογράψει σύμφωνο μη επίθεσης με την Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία έμεινε μόνη να μάχεται ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα.

Εκείνη την περίοδο ο κύριος άξονας της βρετανικής πολιτικής στα Βαλκάνια ήταν, ασκώντας διπλωματική πίεση, να εμποδίσει κυρίως τις βαλκανικές χώρες να συμπράξουν με τον Άξονα, παρά να τις πείσει να εμπλακούν στον πόλεμο στο πλευρό της. Αιτία της πολιτικής αυτής ήταν το γεγονός ότι οι βαλκανικές χώρες εθεωρούντο, και ήταν, στρατιωτικά αδύναμες, έτσι ώστε σε περίπτωση εισόδου τους στον πόλεμο η Μεγάλη Βρετανία, να χρειάζεται μάλλον να τις ενισχύσει στρατιωτικά, παρά να περιμένει να ενισχυθεί από αυτές.

Η Γερμανία από την άλλη πλευρά, έχοντας αποτύχει να κερδίσει το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1940 τη Μάχη της Αγγλίας, συνέχισε να «κατακτά» ειρηνικά τα Βαλκανικά κράτη μέσω οικονομικών και διπλωματικών διόδων.

Ήδη η Ρουμανία συνεργαζόταν με τους Γερμανούς έχοντας επιτρέψει να έχουν τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών της, ενώ και η Βουλγαρία φαινόταν πρόθυμη να συμπράξει με τις δυνάμεις του Άξονα και να συνεργαστεί μαζί τους. Με βάση ότι τα κύρια ενδιαφέροντα της Γερμανίας στα Βαλκάνια ήταν καθαρά οικονομικής φύσεως – εφοδιαζόταν κυρίως με καύσιμα και τρόφιμα – ο Χίτλερ κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή αυτή.

Όμως, η επίθεση της Ιταλίας στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940 και η αποτυχία επίτευξης του αντικειμενικού της σκοπού, που ήταν η κατάληψη της Ελλάδας, σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή στους στρατηγικούς στόχους και στις προτεραιότητες, τόσο της Γερμανίας όσο και της Βρετανίας.

Οι δύο αντίπαλες δυνάμεις ήταν τώρα αναγκασμένες, η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους, να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους στα Βαλκάνια, στρέφοντας αποφασιστικά πλέον το βλέμμα τους προς αυτά. defencenet.gr

Η Μέση Ανατολή είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για την Μεγάλη Βρετανία. Σύμφωνα με τον R. Higham «…το 1940 το Λονδίνο θεωρούσε τη Μέση Ανατολή σαν μια αποικιακή περιοχή, κέντρο της οποίας ήταν η διώρυγα του Σουέζ. Πιο μακριά, προς τα ανατολικά, βρισκόταν μια δεύτερη σημαντική εστία, οι πετρελαιοπηγές του Ιράν και του Ιράκ. Η πρώτη περιοχή ήταν ζωτικής σημασίας γιατί αποτελούσε την “αυτοκρατορική οδό” η οποία διασχίζει τη διώρυγα του Σουέζ και την Μεσόγειο και ενώνει τα Βρετανικά Νησιά με την Ινδία και την Αυστραλία, ενώ η δεύτερη, επειδή το πετρέλαιο ήταν ο αιμοδότης της πολεμικής οικονομίας, υπεύθυνο για την καλή λειτουργία της συμμαχικής στρατιωτικής μηχανής έτσι ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τον πόλεμο».

Έτσι λοιπόν, όταν η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο και μετέτρεψε την Μέση Ανατολή σε μια ενεργό πολεμική ζώνη με την εισβολή της στη γαλλική και την βρετανική Σομαλία και αργότερα με την εισβολή στην Αίγυπτο, η Βρετανία επικέντρωσε, αρχικά, την προσπάθειά της στο να σταματήσει την ιταλική επίθεση, η οποία απειλούσε την Μέση Ανατολή κι εν συνεχεία, έθεσε ως στόχο την εκδήλωση επιθετικής ενέργειας, ώστε να εκδιώξει τους Ιταλούς από την Ανατολική Αφρική.

Όμως, η εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα, προκάλεσε νέα πολιτικά και στρατιωτικά ερωτήματα για την Βρετανία, καθώς η ίδια μαζί με την Γαλλία είχαν εγγυηθεί, τον Απρίλιο του 1939 την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Πράγματι, η βρετανική κυβέρνηση, ενεργώντας άμεσα, υποσχέθηκε να βοηθήσει την Ελλάδα, τιμώντας έτσι τον ρόλο της ως εγγυήτριας δύναμης. Ο Τσώρτσιλ έγραψε χαρακτηριστικά σε τηλεγράφημά του προς τον Ιωάννη Μεταξά, στις 28 Οκτωβρίου, «Θα σας βοηθήσουμε με όλη μας την δύναμη. Πολεμάμε έναν κοινό εχθρό και θα μοιραστούμε την συμμαχική νίκη».

Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα της βρετανικής επέμβασης στην Ελλάδα εξετάστηκε πολύ προσεκτικά και σε όλες τις παραμέτρους της τόσο από την πολιτική -Τσώρτσιλ, Ήντεν- όσο και από την στρατιωτική ηγεσία (τo Συμβούλιο Άμυνας, τους Αρχηγούς του Επιτελείου στο Κάϊρο), σε αλλεπάλληλες συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν τις πρώτες ημέρες μετά την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα.

Πάνω από όλα, η Ελλάδα έπρεπε να βοηθηθεί γιατί ήταν ζήτημα τιμής για την Βρετανία. Είχε εγγυηθεί την ανεξαρτησία της Ελλάδας και έτσι ήταν πολύ δύσκολο να αρνηθεί τώρα τον ρόλο αυτό. Δεν ήταν όμως μόνο ηθικοί λόγοι αυτοί που εμπόδιζαν την Βρετανία να υπαναχωρήσει, αλλά κυρίως λόγοι πολιτικοί.

Στις 4 Νοεμβρίου 1940 ο Τσώρτσιλ είπε στο Πολεμικό Συμβούλιο ότι «…η Βρετανία δεν είναι δυνατόν ν’ ανεχθεί το στίγμα, αφήνοντας ένα ακόμη μικρό έθνος να καταποντιστεί. Ο κόσμος δεν θα συγχωρέσει την Βρετανία εάν μείνει αμέτοχη».

Είχε γίνει έμμονη ιδέα στον Τσώρτσιλ ότι η παροχή βοήθειας στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει καταλυτική επιρροή στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη και κυρίως στην Τουρκία. Ο Βρετανός πρωθυπουργός πίστευε, ότι αν η Ελλάδα καταληφθεί ή εξαναγκαστεί να οδηγηθεί σε χωριστή ειρήνη, χωρίς η Βρετανία να έχει προσφέρει βοήθεια, αυτό θα είχε ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στην Τουρκία, καθώς θα αποτελούσε μια σαφή απόδειξη, ότι η Βρετανία δεν είναι συνεπής εγγυητής. Αν όμως η Ελλάδα μπορούσε να κρατήσει με βρετανική βοήθεια μερικούς μήνες, τότε οι πιθανότητες εισόδου στον πόλεμο της Τουρκίας θα μεγάλωναν σημαντικά.

Για τον Ήντεν, τον υπουργό των Εξωτερικών, η Τουρκία ήταν το κλειδί στη Μέση Ανατολή. Πίστευε, ότι ο καλύτερος τρόπος για να παρασύρει τους Τούρκους στο πλευρό της Αγγλίας θα ήταν να βοηθήσει την Ελλάδα. Θεωρούσε αδιανόητο η Βρετανία να αφήσει την Τουρκία να συνεργαστεί με την Γερμανία.

Άν όχι να γίνει σύμμαχός της, τουλάχιστον να διατηρήσει αυστηρή ουδετερότητα. Σε περίπτωση που η Τουρκία συνεργαζόταν με τις δυνάμεις του Άξονα θα ήταν σαν να άφηνε ανοιχτή την «πίσω πόρτα» της Μέσης Ανατολής για τους Γερμανούς, οι οποίοι θα μπορούσαν εύκολα, περνώντας μέσα από την Μικρά Ασία, να επιτεθούν στην Αίγυπτο, απειλώντας την Διώρυγα του Σουέζ και τα πετρέλαια στο Ιράν και το Ιράκ.

Βεβαίως, μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την Βρετανία, καθώς στη συγκεκριμένη περίοδο του πολέμου δεν είχε τα μέσα να αναχαιτίσει μια γερμανική προέλαση, με συνέπεια η άμυνά της στην ευρύτερη περιοχή να απειλείται με κατάρρευση. Γι’ αυτό το λόγο σκέφτηκαν ότι βοηθώντας την Ελλάδα θα μπορούσαν να επηρεάσουν και την Τουρκία να μπει στον πόλεμο εναντίον του Άξονα. Ακόμη, η βοήθεια προς την Ελλάδα θα έδειχνε στην Τουρκία ότι η Βρετανία στέκεται δίπλα στους συμμάχους της.

Από τη στιγμή που έγινε φανερό ότι οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να επέμβουν στρατιωτικά στα Βαλκάνια, οι Βρετανοί υποστήριξαν τον στρατιωτικό στόχο να σταματήσουν τον Χίτλερ.

Ένας πιθανός τρόπος, θα ήταν η προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα νέο βαλκανικό μέτωπο. Πίστευαν ότι ενισχύοντας την Ελλάδα θα επηρέαζαν την Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή την πιθανότητα προσπάθησε ο Ήντεν να εκμεταλλευτεί κατά τη διάρκεια των επαφών που είχε τόσο με την τουρκική και ελληνική κυβέρνηση όσο και μέσω του Βρετανού πρεσβευτή στην Γιουγκοσλαβία, καθώς η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν δεχόταν να έχει απ’ ευθείας συνομιλίες μαζί του. Τον Μάρτιο του 1941, και ενώ η γερμανική εισβολή στα Βαλκάνια ήταν πλέον κάτι περισσότερο από σίγουρο να πραγματοποιηθεί, η Βρετανία πίστευε ότι είχε ακόμη ελπίδες να δημιουργήσει το βαλκανικό αυτό μέτωπο. Ενώ η στάση της Γιουγκοσλαβίας εξακολουθούσε να παραμένει αβέβαιη, η Τουρκία έδειχνε την πρόθεσή της να μην συμμετάσχει σε επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών.

Ένας ακόμη λόγος και ίσως ο πιο σοβαρός, που έκανε τους Βρετανούς και ιδιαίτερα τον Τσώρτσιλ να επιδιώκει την με κάθε τρόπο αποστολή βοηθείας στην Ελλάδα, ήταν η ψήφιση, εκείνη την περίοδο, του Προγράμματος Εκμίσθωσης-Δανεισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τί σχέση όμως μπορούσε να έχει το Πρόγραμμα αυτό με την ελληνική υπόθεση;

Στα τέλη του 1940, η Βρετανία βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, αφού τα αποθέματά της σε δολλάρια εξαντλούντο και σύντομα δεν θα ήταν σε θέση να πληρώσει για μεταφορές και εφόδια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε και το Πρόγραμμα Cash and Carry θα τερματιζόταν. Ο Ρούζβελτ, Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, γνώριζε ότι η σύναψη δανείου με την Βρετανία για δεδομένους λόγους δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί.

Εκτός από το γεγονός ότι η αμερικανική νομοθεσία απαγόρευε τέτοιου είδους δάνεια, η κοινή γνώμη ήταν ιδιαίτερα αρνητική, καθώς δεν είχε ξεχάσει τη διαμάχη για τα χρέη των Συμμάχων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έπρεπε λοιπόν να βρει έναν τρόπο ώστε να κάμψει τις αντιδράσεις που υπήρχαν και συνεπώς να συνεχιστεί η απρόσκοπτη ροή εφοδίων προς την Βρετανία. Γι’ αυτό το λόγο δημιούργησε το Πρόγραμμα Εκμίσθωσης και Δανεισμού.

Η θέση της Βρετανίας ήταν δεινή, αφού χωρίς την υλική υποστήριξη από τις ΗΠΑ ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Οι κοινοβουλευτικές μάχες γύρω από το νομοσχέδιο, στη Βουλή και την Γερουσία των ΗΠΑ, ήταν εξαιρετικά αμφίβολες. Με δεδομένο ότι ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Ιταλών ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στις ΗΠΑ και είχε συγκινήσει την κοινή γνώμη, ο Τσώρτσιλ προσπάθησε να συνδέσει την βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα με τον επηρεασμό της αμερικανικής κοινής γνώμης υπέρ της Βρετανίας.

Με λίγα λόγια, θεωρούσε ότι αν κατά την διάρκεια της συζήτησης στο Κονγκρέσο και στη Γερουσία για το Πρόγραμμα Εκμίσθωσης και Δανεισμού οι δυνάμεις του Άξονα καταλάμβαναν την Ελλάδα, χωρίς οι Βρετανοί να την έχουν βοηθήσει ουσιαστικά, αυτό θα μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση στην έκβαση της ψηφοφορίας και επομένως για την τύχη του Προγράμματος.

Για να σταματήσει μια τέτοια τυχόν αρνητική εξέλιξη, ο Τσώρτσιλ ήταν διατεθειμένος να σταματήσει την επιτυχή επίθεση των βρετανικών στρατευμάτων στη Βόρειο Αφρική και να επέμβει στην Ελλάδα.

Από την άλλη πλευρά, το Βρετανικό Επιτελείο στη Μέση Ανατολή  δεν συμμεριζόταν τις ανησυχίες του Τσώρτσιλ. Υποστήριζε πως δεν έπρεπε να δοθεί βοήθεια στην Ελλάδα, παρά μόνο αφού θα είχε ολοκληρωθεί η πολεμική προσπάθεια των Βρετανών στη Βόρειο Αφρική. Είχαν την γνώμη, ότι η άμυνα και η ασφάλεια της Αιγύπτου θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα. Η απομάκρυνση οποιουδήποτε στρατιωτικού τμήματος από αυτά που ευρίσκοντο στην Αίγυπτο όχι μόνο θα επιδείνωνε την βρετανική θέση στη Μέση Ανατολή αλλά θα έβαζε επίσης σε κίνδυνο κάθε σχέδιό τους για μελλοντικές επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών.

Η αντίθεση αυτή του Βρετανικού Επιτελείου, στο Κάϊρο, στηριζόταν και σε έναν άλλον λόγο, ίσως ακόμη πιο σοβαρό, το ότι οι βρετανικές δυνάμεις που πολεμούσαν στην Βόρειο Αφρική ευρίσκοντο σε απελπιστική κατάσταση, όσον αφορά το έμψυχο δυναμικό τους και υπέφεραν από την παντελή έλλειψη πάσης φύσεως εφοδίων. Χαρακτηριστικά, παρ’ όλο που στην Μέση Ανατολή υπήρχαν περί τους 500.000 Βρετανοί στρατιώτες, η δύναμη αυτή, όχι μόνο ήταν διεσπαρμένη σε αμέτρητους τομείς, αλλά χαρακτηριζόταν και από ειδικά προβλήματα.

Για παράδειγμα, τα νοτιοαφρικανικά στρατεύματα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο στο ανατολικό αφρικανικό μέτωπο, ενώ για την χρησιμοποίηση των Νεοζηλανδών και των Αυστραλών χρειαζόταν η έγκριση των αντίστοιχων τοπικών κυβερνήσεων.

Τόσο η RAF, όσο και το Βασιλικό Ναυτικό αντιμετώπιζαν αντίστοιχα προβλήματα. Η βρετανική αεροπορική δύναμη απαρτιζόταν, ως επί το πλείστον, από αεροπλάνα παλαιάς τεχνολογίας, ενώ σε ολόκληρη την περιοχή δεν υπήρχε συσκευή ραντάρ. Ο σύγχρονος εξοπλισμός με τον οποίο εφοδιαζόταν η Βρετανική Αεροπορία, δεν ήταν δυνατόν να χορηγηθεί στις μονάδες που ευρίσκοντο στη Βόρειο Αφρική, καθώς αυτός προοριζόταν για τις μοίρες που έδιναν σκληρή μάχη στους ουρανούς της Βρετανίας. Το δε Ναυτικό, είχε να αντιμετωπίσει τον ανέπαφο ακόμη ιταλικό στόλο, την δράση των υποβρυχίων, αλλά κυρίως την δική του έλλειψη σε αντιτορπιλλικά. defencenet.gr

Σε τηλεγράφημά του στις 21 Ιανουαρίου 1941 και ενώ η βρετανική επίθεση στη Βόρειο Αφρική είχε ήδη ξεκινήσει, ο Στρατηγός Ουέιβελ ενημέρωσε την βρετανική κυβέρνηση πως θα μπορούσε να διαθέσει ένα τμήμα από τις δυνάμεις του για την επιχείρηση στην Ελλάδα, μόνο αφού πρώτα θα είχε καταλάβει την Βεγγάζη.

Τελικά, στις 4 Νοεμβρίου 1940 η σαφής αυτή στάση των στρατιωτικών κλονίστηκε, ύστερα από επίμονη πολιτική πίεση. Το Επιτελείο στο Κάϊρο άρχισε να επεξεργάζεται σχέδια για επέμβαση στην Ελλάδα και να συγκεντρώνει δυνάμεις για την αποστολή της βοήθειας. Οι πολιτικοί είχαν κατορθώσει να επιβληθούν στη στρατιωτική λογική.

Όταν πια φάνηκε καθαρά, ότι η Βρετανία είχε αποτύχει να σχηματίσει ένα νέο βαλκανικό μέτωπο, ότι η Τουρκία δεν θα έμπαινε στον πόλεμο και ότι η στρατιωτική επιχειρήση είχε λίγες πιθανότητες επιτυχίας, μα πάνω από όλα, όταν έγινε γνωστό ότι το νομοσχέδιο είχε εγκριθεί από την Γερουσία και το Κονγκρέσο (8 Φεβρουαρίου 1941 και 8 Μαρτίου 1941 αντίστοιχα), ο Τσώρτσιλ σκέφτηκε ότι υπήρχε ακόμη χρόνος ώστε να εγκαταλείψει το όλο εγχείρημα. Σε τηλεγράφημά του προς τον Ήντεν στα τέλη Φεβρουαρίου ανέφερε: «… μη θεωρήσετε ότι έχετε αναλάβει μια επιχείρηση στην Ελλάδα, αν μέσα στην καρδιά σας προαισθάνεσθε ότι θα καταλήξει σ’ ένα φιάσκο σαν αυτό της Νορβηγίας. Αν δεν μπορεί να γίνει σωστός σχεδιασμός, παρακαλώ πληροφορήστε με…».

Ήδη όμως ήταν πολύ αργά, αφού ο Ήντεν είχε συμφωνήσει με την ελληνική κυβέρνηση για στρατιωτική επέμβαση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο παρά να υποστηριχθεί ότι η απόφαση για επέμβαση ήταν σωστή. Κάθε άλλη απόφαση θα δημιουργούσε θύελλα αντιδράσεων στην κοινή γνώμη της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, θα καταρράκωνε το κύρος του Τσώρτσιλ, ενώ και η θέση του Ήντεν ως Υπουργού των Εξωτερικών θα κλονιζόταν επικίνδυνα.

Το βρετανικό επιτελείο στην Μέση Ανατολή και ειδικότερα ο Ναύαρχος Σερ Άντριου Κάννινχγαμ, επικεφαλής του Στόλου της Μεσογείου, είχε επισημάνει, ήδη από τις αρχές του 1940, ότι εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης η Κρήτη θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας για την βρετανική θέση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Βόρεια Αφρική.

Το Ναυτικό είχε την πολύ δύσκολη αποστολή όχι μόνο να ελέγχει και να εμποδίζει κάθε επιθετική ενέργεια του ιταλικού στόλου στη Μεσόγειο, αλλά επίσης να συνοδεύει τις νηοπομπές οι οποίες μετέφεραν εφόδια από την Μάλτα στην Αίγυπτο. Γι’ αυτό τον λόγο, προσπαθούσε να βρεί «λύσεις» οι οποίες θα του επέτρεπαν να φέρει σε πέρας τις αποστολές αυτές με την μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία.

Για το Βρετανικό Ναυτικό η Κρήτη και ειδικότερα η βάση στη Σούδα θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετική βάση ανεφοδιασμού. Μια βάση που θα προσέφερε ασφάλεια στις νηοπομπές που θα κατευθύνοντο είτε στην Μάλτα, είτε στην Αίγυπτο. Επιπλέον θα μπορούσαν, χρησιμοποιώντας το αεροδρόμιο του Μάλεμε, το αρτιότερο που ύπηρχε στην Κρήτη, να παρέχουν αεροπορική υποστήριξη τόσο στην ίδια τη ναυτική βάση όσο και στις νηοπομπές.

Πίστευαν ότι η κατοχή του νησιού θα στερούσε τις δυνάμεις του Άξονα από μια σημαντική βάση από την οποία θα μπορούσαν ν’ απειλήσουν τις βρετανικές γραμμές εφοδιασμού και πιθανότατα άλλες σημαντικές βρετανικές βάσεις, όπως η Κύπρος ή ακόμη και την Διώρυγα του Σουέζ.

 Τον Μάϊο του 1940, ο Ναύαρχος Κάννινχγαμ ενημέρωσε τον Στρατηγό Ουέιβελ ότι η Κρήτη ήταν πολύ σημαντική για το Βασιλικό Ναυτικό και ότι θα έπρεπε να προετοιμαστούν ώστε να είναι σε θέση να αποστείλουν εκστρατευτική δύναμη, σε περίπτωση που χρειαστεί.

Πράγματι οι Βρετανοί, αν και σκόπευαν να καταλάβουν την Κρήτη στην περίπτωση που η Ιταλία θα έμπαινε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, όταν αυτό συνέβη, τον Ιούνιο του 1940, δίστασαν να παραβιάσουν την ελληνική ουδετερότητα. Η επίθεση της Ιταλίας όμως στην Ελλάδα και η έκκληση της ελληνικής κυβέρνησης στη Βρετανία για στρατιωτική βοήθεια, τους έδωσε την ευκαιρία που επιζητούσαν. Τέσσερεις μέρες μετά την ιταλική εισβολή οι Βρετανοί αποβίβαζαν στρατεύματα στην Κρήτη.

Ο Τσώρτσιλ, από την αρχή της βρετανικής επέμβασης στην Ελλάδα, ασπάστηκε την άποψη του επιτελείου της Μέσης Ανατολής για την στρατηγική σπουδαιότητα της Κρήτης. Έτσι, όταν στις 29 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο η σύσκεψη του Μεικτού Επιτελείου Επιχειρησιακού Σχεδιασμού, ο Τσώρτσιλ πρότεινε την άμεση οχύρωση της Κρήτης. Για τον σκοπό αυτό έπρεπε να βελτιωθούν τα υπάρχοντα αεροδρόμια, να κατασκευαστούν νέα και να μετατραπεί ο κόλπος της Σούδας σε βάση ανεφοδιασμού του Στόλου της Μεσογείου με ισχυρή αντιεροπορική άμυνα, διότι μόνο τότε θα είχε αξία ως ναυτική βάση.

Παρόλες τις επισημάνσεις των βρετανικών Επιτελείων, λίγα πράγματα έγιναν για την καλύτερη δυνατή οργάνωση της άμυνας του νησιού στους κρίσιμους μήνες που μεσολάβησαν από την έναρξη της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα μέχρι την έναρξη της Μάχης της Κρήτης, τον Μάϊο του 1941.

Η μεταφορά του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος στην Κρήτη, μετά την αποτυχημένη παρουσία του στην ηπειρωτική Ελλάδα, δεν στάθηκε ικανή να αναχαιτίσει τις γερμανικές δυνάμεις, που μετά από σχετικά σύντομο αλλά σφοδρό αγώνα κατέλαβαν το νησί.

Παρ’ όλα αυτά, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν ότι η κατοχή του νησιού από τις δυνάμεις του Άξονα δεν θα επηρέαζε σημαντικά τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Τουναντίον μάλιστα, η επιλογή της Κρήτης αντί της Μάλτας είχε ευεργετικά αποτελέσματα, καθώς οι Γερμανοί για την επιχείρηση στην Κρήτη μετέφεραν δυνάμεις από την Ιταλία στην Ελλάδα και έτσι ελάττωσαν κατά κάποιο τρόπο την πίεση που ασκούσαν στους Βρετανούς στην Μάλτα. defencenet.gr

Η κύρια πολιτική της Γερμανίας στα Βαλκάνια πριν την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, ήταν να διασφαλίσει την εκμετάλλευση των οικονομικών πόρων των Βαλκανικών κρατών, παράγοντα ιδιαίτερα σημαντικού, κυρίως, για τα στρατιωτικά σχέδια της Γερμανίας.

Ήδη, αρκετά πριν την έναρξη του πολέμου η Γερμανία είχε κατορθώσει, εν μέρη, να «δέσει» οικονομικά, με σειρά συμφωνιών, τα περισσότερα Βαλκανικά κράτη, τα οποία ήταν από τους κυριώτερους προμηθευτές της γερμανικής βιομηχανίας σε τρόφιμα και πρώτες ύλες.

 Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η Γερμανία συνέχισε να υποστηρίζει με ακόμη μεγαλύτερη θέρμη την ίδια πολιτική και προσπάθησε να διασφαλίσει ακόμη καλύτερα τα συμφέροντά της ασκώντας πολύπλευρη πολιτική – υποσκάπτοντας την εσωτερική διακυβέρνησή τους – διπλωματική και οικονομική πίεση στα βαλκανικά κράτη.

Ειδικότερα οι πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας ήταν καθοριστικής σημασίας για τις πολεμικές επιχειρήσεις του Γερμανικού Στρατού. Απόδειξη του πόσο σημαντικός ήταν ο έλεγχος της παραγωγής του ρουμανικού πετρελαίου για τις δυνάμεις του Άξονα, αλλά κυρίως απόδειξη του μεγέθους της πίεσης που μπορούσε να ασκηθεί στη χώρα, αποτελεί το γεγονός ότι τον Μάϊο-Ιούνιο 1940 η Ρουμανία παρακινήθηκε να αποκηρύξει την αγγλογαλλική εδαφική εγγύηση και πιέσθηκε να υπογράψει συμφωνία που προέβλεπε ότι θα αύξανε την παραγωγή του πετρελαίου της και θα ανέβαζε στο μέγιστο τους ρυθμούς παραδόσεως ποσοτήτων υγρών καυσίμων προς τις δυνάμεις του Άξονα. Αποτέλεσμα της πολιτικής της αυτής ήταν να εξαναγκάσει το ένα μετά το άλλο τα βαλκανικά κράτη να προσχωρήσουν στις δυνάμεις του Άξονα.

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, κύριος αντικειμενικός σκοπός της πολιτικής του Χίτλερ στα Βαλκάνια, ήταν να εμποδίσει κάθε πολιτική ή στρατιωτική αναταραχή στην περιοχή, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την τροφοδοσία της γερμανικής πολεμικής μηχανής σε πρώτες ύλες. Γι’ αυτό και από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χίτλερ είχε επανειλημμένα δηλώσει ότι η Γερμανία δεν έτρεφε εδαφικές βλέψεις στα Βαλκάνια.

Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της πολιτικής, ο Φύρερ προσπάθησε να περιορίσει τις, όποιας μορφής, επεκτατικές βλέψεις της συμμάχου του Ιταλίας στον Βαλκανικό χώρο. Άσκησε μάλιστα έντονες πιέσεις προς τον ομόλογό του Μουσσολίνι, προσπαθώντας να τον αποτρέψει από κάθε προσπάθεια εμπλοκής των κρατών της βαλκανικής στις πολεμικές συγκρούσεις. Γεγονός, που κάλλιστα θα μπορούσε να συμβεί με μια στρατιωτική επέμβαση της Ιταλίας, είτε στην Γιουγκοσλαβία, είτε στην Ελλάδα, αφού οι δύο αυτές χώρες αποτελούσαν μέρος των επεκτατικών σχεδίων της Ιταλίας.

 Όμως, η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, της οποίας την πρόθεση αγνοούσε ο Χίτλερ και ειδικότερα η αποτυχία πραγματοποίησης του αντικειμενικού της σκοπού που ήταν η κατοχή της Ελλάδας, δημιούργησε μια νέα κατάσταση για τον γερμανικό στρατιωτικό σχεδιασμό.

Πέρα από κάθε αμφιβολία, η επιτυχία της ιταλικής επιθέσεως θα βοηθούσε σημαντικά την γερμανική πολιτική στα Βαλκάνια, καθώς θα στερούσε την Βρετανία από μια πιθανή προκεχωρημένη βάση, ενώ παράλληλα, θα απειλούσε και την θέση της στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή.

Αντιθέτα, η αρνητική εξέλιξη της ιταλικής επίθεσης «αδυνάτισε» όχι μόνο την δική της στρατιωτική θέση στη Μεσόγειο, αλλά έβαλε σε κίνδυνο και την γερμανική πολιτική στα Βαλκάνια, καθώς μια πιθανή εγκατάσταση των Βρετανών στην Ελλάδα θα αποτελούσε απειλή για τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές. Αυτός, εξάλλου, ήταν και ο μεγαλύτερος φόβος του Χίτλερ.

Έτσι, όταν άρχισε να διαφαίνεται η αδυναμία της Ιταλίας να επιβληθεί στρατιωτικά στην Ελλάδα και ότι παράλληλα οι Βρετανοί είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται σ’ αυτή, ο Χίτλερ αποφάσισε να υποστηρίξει τον σύμμαχό του με στρατιωτικά μέσα. Με τις «Κατευθυντήριες Οδηγίες Νο 18» που εξέδωσε στις 18 Νοεμβρίου 1940, έκανε γνωστή την απόφασή του να επέμβει στρατιωτικά στα Βαλκάνια. Με τις «Κατευθυντήριες Οδηγίες Νο 20», στις 13 Δεκεμβρίου 1940 παρουσίασε την επιχείρηση εναντίον της Ελλάδας με την κωδική ονομασία «Marita» και επεξήγησε τις αποστολές των στρατιωτικών και αεροπορικών μονάδων, που θα ελάμβαναν μέρος στην επιχείρηση αυτή.

Ο σκοπός της επιχείρησης «Marita», η οποία ξεκίνησε στις 6 Απριλίου 1941, ήταν να υποστηρίξει και να ανακουφίσει τις ιταλικές δυνάμεις που πολεμούσαν στην Αλβανία, να διώξει τους Βρετανούς από την Ελλάδα και το Αιγαίο και έτσι να εξαλείψει κάθε πιθανή απειλή για τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας.

Πάνω απ’ όλα όμως, η επιχείρηση «Marita» είχε υποστηριχθεί ως μία αμυντική επιχείρηση που είχε σαν σκοπό να προστατεύσει το νότιο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων, οι οποίες επρόκειτο να συμμετάσχουν στην επικείμενη εκστρατεία εναντιον της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Χίτλερ φοβόταν ότι οι Βρετανοί θα προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα νέο μέτωπο στη Μακεδονία, παρόμοιο μ’ αυτό που είχαν δημιουργήσει κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έτσι θα έμπαιναν σε κίνδυνο τα σχέδιά του για την εκστρατεία στη Σοβιετική Ένωση.

Η επέμβαση του Χίτλερ στα Βαλκάνια δεν μπορεί να εξεταστεί χωριστά από την επιχείρηση στην Σοβιετική Ένωση, αφού θα ήταν τραγικό λάθος να ξεκινήσει τον πόλεμο με την Ρωσία χωρίς πρώτα να έχει ολοκληρώσει τις επιχειρήσεις στα Βαλκάνια. Από τη στιγμή που ο Χίτλερ αποφάσισε την κίνηση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης έπρεπε να εξαλειφθεί η απειλή κατά του νοτίου πλευρού των στρατευμάτων που θα έπαιρναν μέρος σε αυτή. Έπρεπε πρώτα να διώξει τους Βρετανούς από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια και μετά απρόσκοπτα, να αφοσιωθεί στην επιχείρηση «Μπαρμπαρόσσα».

Η δημιουργία μιας αμυντικής ζώνης ασφαλείας ήταν απαραίτητη προϋπόθεση πριν την επικείμενη εισβολή στην Σοβιετική Ένωση. Διαφορετικά, οι Βρετανοί θα μπορούσαν να μεταβληθούν σε μεγάλη απειλή για τα γερμανικά σχέδια, είτε βομβαρδίζοντας τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές είτε δημιουργώντας ένα δεύτερο μέτωπο για τους Γερμανούς, οι οποίοι θα ήταν αναγκασμένοι να διαθέσουν σε αυτό ικανό αριθμό δυνάμεων, απαραίτητων όμως στο ρωσικό μέτωπο. defencenet.gr

Την ιδέα να καταληφθεί η Κρήτη είχαν επεξεργαστεί τα γερμανικά επιτελεία ήδη πριν την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα. Υπήρχε έντονη η εντύπωση στους Γερμανούς επιτελείς ότι μια πιθανή ιταλική επίθεση στην Ελλάδα θα έδινε το δικαίωμα στους Βρετανούς να καταλάβουν την Κρήτη, όπως και πραγματικά έγινε τρεις μόλις ημέρες μετά την έναρξη της ιταλικής επίθεσης.

Γι’ αυτό, όταν ο Χίτλερ συνάντησε τον Μουσσολίνι στις 28 Οκτωβρίου 1940 στο Palazzo Vecchio, στην Φλωρεντία, ο Φύρερ πρόσφερε αμέσως στον σύμμαχό του μια αερομεταφερόμενη και μια μεραρχία αλεξιπτωτιστών με σκοπό να εισβάλουν και να καταλάβουν το νησί, αλλά ο Μουσσολίνι αρνήθηκε την προσφορά αυτή.

Την ίδια περίπου περίοδο ο Χίτλερ, έχοντας χάσει τη (καλοκαίρι/ φθινόπωρο 1940) Μάχη της Αγγλίας, αποφάσισε να αναβάλει την σχεδιαζόμενη εισβολή στην Βρετανία (Επιχείρηση «Θαλάσσιος Λέων»). Ο Φύρερ έστρεψε τότε το βλέμμα του στη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, σε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε περιφερειακή στρατηγική.

Ένα πρώτο βήμα για τις δυνάμεις του Άξονα προς αυτήν την στρατηγική θα ήταν η προσπάθεια να πλήξουν ή ακόμα καλύτερα να καταλάβουν βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στις περιοχές αυτές. Το Γερμανικό Επιτελείο άρχισε να επεξεργάζεται σχέδια και να μελετά συγκεκριμένους στόχους, μέσα στους οποίους ήταν και η Κρήτη, στην οποία είχαν ήδη αποβιβασθεί βρετανικά στρατεύματα.

Η αρνητική εξέλιξη της ιταλικής επιχείρησης στην Ελλάδα είχε ως συνέπεια την απόφαση για την πραγματοποίηση της εκστρατείας των γερμανικών δυνάμεων στα Βαλκάνια και την Ελλάδα. Στα πλαίσια της επιχείρησης για την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδος τέθηκε και το ζήτημα για την κατάληψη της Κρήτης, που όμως αντικρούστηκε από μερίδα Γερμανών επιτελών, οι οποίοι πρότειναν την κατάληψη της Μάλτας ως πιο καίριου κτύπηματος στη Βρετανία. Τελικά, η απόφαση πάρθηκε για την Κρήτη, καθώς «η Luftwaffe είχε εκφράσει αμφιβολίες κατά πόσο τεχνικά ήταν εφικτή μια επιχείρηση εναντίον της Μάλτας».

Σύμφωνα με το Γερμανικό Επιτελείο, η κατάληψη της Κρήτης θα προσέφερε σπουδαία στρατηγικά πλεονεκτήματα στις δυνάμεις του Άξονα. Πρώτα απ’ όλα, ο βρετανικός στόλος θα αποκλειόταν, πρακτικά, από το Αιγαίο και συνεπώς οι γραμμές εφοδιασμού από τη Μαύρη Θάλασσα μέσα από τα Δαρδανέλλια και τον Ισθμό της Κορίνθου με προορισμό την Ιταλία θα ήταν ασφαλισμένες. Επιπλέον, θα αποκτούσε μια πολύ σημαντική βάση στα πλευρά της Βορείου Αφρικής, όπου ευρίσκοντο σε εξέλιξη πολεμικές επιχειρήσεις.

Τα γερμανικά σχέδια προέβλεπαν ότι η Κρήτη θα μπορούσε να αποτελέσει μια εξαιρετική βάση εξόρμησης τόσο για την Αεροπορία, όσο και για το Ναυτικό, για την διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Luftwaffe ήλπιζε, ότι χρησιμοποιώντας την Κρήτη ως βάση της, θα μπορούσε να παραλύσει την κίνηση του Βρετανικού Ναυτικού μέσα από την Διώρυγα του Σουέζ, πλήττοντας άμεσα τις βρετανικές γραμμές ανεφοδιασμού που υποστήριζαν τα στρατεύματα που εμάχοντο στην Βόρειο Αφρική. Ακόμη, θα απομάκρυνε τους φόβους του Χίτλερ για βρετανικές αεροπορικές επιθέσεις στις ρουμανικές πετρελαιοπηγές, καθώς από την Κρήτη τα βρετανικά βομβαρδιστικά ήταν εντός ακτίνας δράσης.

Η άποψη που υποστηρίχτηκε από τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Στρατηγό Χάλντερ, ότι η κατοχή της Κρήτης θα ήταν εξαιρετικής σημασίας, γιατί μέσω αυτής θα μπορούσαν να εφοδιάσουν τον Ρόμμελ και τους Ιταλούς που εμάχοντο στην Βόρειο Αφρική, αποδείχθηκε μη εφαρμόσιμη, καθώς τόσο το οδικό δίκτυο στην Ελλάδα, όσο και η χρήση μεταγωγικών πλοίων από τις δυνάμεις του Άξονα αποδείχθηκαν ανεπαρκή για να εφοδιάσουν το ίδιο το νησί, πόσο μάλλον μια περιοχή που βρισκόταν εκατοντάδες μίλια πιο μακριά.

Έτσι, οι κύριες γραμμές εφοδιασμού για τα στρατεύματα των Γερμανών και των Ιταλών συνέχισαν να περνούν κοντά από την Μάλτα που κρατούσαν ακόμη οι Βρετανοί.

Στις 25 Απριλίου 1941 ο Χίτλερ εξέδωσε τις «Κατευθυντήριες Οδηγίες Νο. 28» με τις οποίες επισήμαινε ότι η Κρήτη έπρεπε να καταληφθεί (επιχείρηση «Merkur»), για να χρησιμοποιηθεί ως βάση εναντίον της Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο, και η οποία συμπληρώθηκε με τις «Κατευθυντήριες Οδηγίες Νο. 29», στις 17 Μαΐου 1941. Η επιχείρηση ξεκίνησε λίγες ημέρες αργότερα και ολοκληρώθηκε ύστερα από σύντομο – περίπου δέκα ημέρες – αλλά σφοδρό αγώνα, με την κατάκτηση του νησιού.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ήταν μάλλον η απόφαση της Ιταλίας να εισβάλλει στην Ελλάδα και η αποτυχία της επιχείρησής της αυτής που ανάγκασε τόσο την Γερμανία όσο και την Βρετανία να δώσουν μεγαλύτερη στρατηγική προσοχή στην Ελλάδα και την Κρήτη στα τέλη του 1940. Σ’ αντίθετη περίπτωση ήταν πολύ πιθανό καμμία από τις δύο δυνάμεις να μην διακινδύνευε να επέμβει στα Βαλκάνια, τουλάχιστον τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Στη σκέψη αυτή οδηγούμαστε από την μελέτη των διαφόρων πηγών, οι οποίες μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε τα δεδομένα – στρατηγικά, στρατιωτικά, οικονομικά – που επικρατούσαν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Από τη μια πλευρά, η Γερμανία, που μόλις έχει βγει ηττημένη από τη Μάχη της Αγγλίας, ανασυντάσσει τις δυνάμεις της, ενώ παράλληλα οργανώνει το σχέδιο «Μπαρμπαρόσσα» για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση -μια απόφαση που είχε παρθεί από τον Χίτλερ ήδη από τον Ιούλιο του 1940. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το στρατηγικό ενδιαφέρον της Γερμανίας επικεντρώνεται προς τα ανατολικά και όχι προς την Βαλκανική χερσόνησο, τα περισσότερα κράτη της οποίας, άλλωστε, έχει κατορθώσει να ελέγχει με πολιτικές ή ακόμη και στρατιωτικές παρεμβάσεις.

Το ενδιαφέρον της ήταν να αποφύγει κάθε είδους πολιτική ή στρατιωτική αναταραχή που θα μπορούσε να διαταράξει την ειρήνη στην περιοχή αυτή, καθώς ήταν άμεσα εξαρτημένη από τις πρώτες ύλες και το πετρέλαιο που παρήγαγαν οι βαλκανικές χώρες. Η Γερμανία δεν θα δίσταζε να διαταράξει την ειρήνη, παρά μόνο εάν αντιλαμβανόταν ότι τα συμφέροντά της στην περιοχή απειλούντο.

Η αποτυχία της Ιταλίας να ολοκληρώσει επιτυχημένα την εκστρατεία της και η προκλειθήσα, εξ αυτής, επέμβαση της Βρετανίας, την ώθησε στην πραγματοποίηση της βαλκανικής εκστρατείας.

Από την άλλη πλευρά η Βρετανία, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, βρισκόταν σε δυσχερή θέση, όσον αφορά την οικονομική της κατάσταση αλλά και την ποιότητα και ποσότητα, τόσο του έμψυχου όσο και του άψυχου δυναμικού της. Μάχεται εναντίον των Ιταλών στη Μέση Ανατολή προσπαθώντας να κρατήσει την ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της αυτοκρατορίας της, περιοχή της Αιγύπτου.

Έχει μεν κερδίσει την Μάχη της Αγγλίας, πληρώνοντας δε βαρύ αντίτιμο σε ανθρώπινες και υλικές απώλειες, ενώ παράλληλα αγωνιά για την έγκριση της οικονομικής βοήθειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς την χορήγηση της οποίας είναι αδύνατη η συνέχιση του αγώνα εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια στρατιωτική εμπλοκή της στα Βαλκάνια φάνταζε όχι απλώς άσκοπη αλλά αδύνατο να πραγματοποιηθεί.

Όμως, όπως και η Γερμανία, έτσι και η Βρετανία, μόνο εάν αντιλαμβανόταν ότι η θέση της στη Μέση Ανατολη και την Βόρεια Αφρική βρισκόταν σε κίνδυνο θα αποφάσιζε μια τόσο παράτολμη – δεδομένης της κατάστασής της – στρατιωτική επιχείρηση στα Βαλκάνια. Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, αλλά και ο φόβος πιθανής εμπλοκής γερμανικών δυνάμεων, οδήγησε την Βρετανία να διακινδυνεύσει την ενεργό υποστήριξη ενός βαλκανικού κράτους.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ