Όσο κι αν δεν αρέσει στους Δημοκρατικούς και προσπαθούν να καλύψουν την ήττα τους από τους Ρεπουμπλικανούς οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια και στην περίπτωση των ενδιάμεσων αμερικανικών εκλογών δείχνουν ξεκάθαρα ότι η «δεδηλωμένη» για την κυβέρνηση Μπάιντεν έχει χαθεί.

Από σήμερα οι Ρεπουμπλικανοί αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και θα θέσουν την διακυβέρνηση Μπάιντεν υπό συνεχή πίεση ή για να το πούμε λαϊκότερα θα την πηγαίνουν «από γωνία σε γωνία».

Πλέον η κυβέρνηση Μπάιντεν παραμένει στην εξουσία μόνο γιατί δεν προβλέπεται από το αμερικανικό Σύνταγμα αλλαγή στην προεδρία των ΗΠΑ λόγω μειοψηφίας στο κοινοβούλιο όπως αντίθετα γίνεται σε χώρες που έχουν πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα και όχι προεδρικό.

Από χθες ο Τζο Μπάιντεν βρίσκεται στην ίδια μοίρα με τον Εμανουέλ Μακρόν τον πρόεδρο της Γαλλίας. Και οι δύο κυβερνούν με κυβέρνησης μειοψηφίας.

Το 53% των Αμερικανών ψήφισε Ρεπουμπλικανούς έναντι του 47% που ψήφισε Δημοκρατικούς με βάση την ψηφοφορία για τις έδρες του Κογκρέσου που σημαίνει πως για πρώτη φορά μετά από χρόνια έχουν δημιουργήσει πλειοψηφικό ρεύμα σε όλη την αμερικανική επικράτεια.

Να σημειωθεί ότι οι Ρεπουμπλικάνοι δεν είχαν την πλειοψηφία στην αμερικανική κοινωνία ούτε ακόμα όταν ο Ντόναλντ Τραμπ είχε κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2016.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η δημογραφική σύνθεση των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει τόσο πολύ που να ευνοεί τους Δημοκρατικούς.

Αυτό που εννοούμε είναι πως με την πολιτική ανοικτών συνόρων που εφάρμοσαν σκοπίμως οι Δηοκρατικοί στα χρόνια του Μπιλ Κλίντον εισήλθαν στις ΗΠΑ εκατομμύρια ξένων, τότε αλλοδαπών, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στην αμερικανική κοινωνία και τουλάχιστον στην αρχή της πολιτικής ζωής ψήφιζαν τους Δημοκρατικούς.

Με την παρέλευση των ετών όμως οι άνθρωποι αυτοί έγιναν αληθινοί Αμερικανοί ενώ αντίθετα οι Δημοκρατικοί συνέχιζαν την πολιτική των ανοικτών συνόρων ελπίζοντας ότι θα αποκομίσουν ακόμα περισσότερα εκατομμύρια ψηφοφόρων.

Φυσικά αυτό δεν άρεσε στους «νέους» Αμερικανούς οι οποίοι έχουν ξεκινήσει εδώ και χρόνια τα τελευταία χρόνια να ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς ακριβώς όπως κάνουν και οι κλασικοί λευκοί Αμερικανοί.

Με λίγα λόγια οι άλλοτε αλλοδαποί και νυν Αμερικανοί δεν θέλουν να δουν άλλους αλλοδαπούς να έρχονται στις ΗΠΑ και να διεκδικήσουν τις δουλειές τους και μερίδιο από την ευημερία τους.

Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην συντριπτική νίκη του επανεκλεγέντος κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις ο οποίος διεκδικεί με αξιώσεις τις πιθανότητες να είναι ο νέος «Ν.Τραμπ» με τις ουσιαστικές διαφορές να είναι δύο, η ηλικία όπου ο ιταλικής καταγωγής Ρον ΝτεΣάντις είναι 31 χρόνια μικρότερος του Ν.Τραμπ και τα χρήματα όπου δεν μπορεί να φτάσει με τίποτα τα δισεκατομμύρια του πρώην προέδρου χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει και υποστήριξη από άλλους μηχανισμούς.

Στα υπόλοιπα είναι στο ίδιο μήκος κύματος με μεγάλη εναντίωση στην προώθηση της ατζέντας ΛΟΑΤΚΙ και των αμβλώσεων.

Μάλιστα ορισμένοι βλέπουν ότι ο Ντε Σάντις θα μπορούσε να ανεβάσει τους μειονοτικούς ψηφοφόρους καθώς οι ιταλογενείς και ισπανόφωνοι ως πιστοί καθολικοί θέλουν πρόεδρο με βάση τα οικογενειακά πρότυπα, ενώ υπάρχει το ρητό στις ΗΠΑ ότι οι μειονοτικοί πηγαίνουν στους μειονοτικούς και εκεί μπορεί να έχει και την βοήθεια της γυναίκας του με καταγωγή από το Πόρτο Ρίκο.

Παλαιότερα το να έλεγε κάποιος ότι οι Πορτορικανοί θα ψήφιζαν Ρεπουμπλικανούς θα έμοιαζε με ανέκδοτο.

Μάλιστα έρχεται και με την δυναμική της εκλογής όχι μόνο του ίδιου αλλά και ότι κατάφερε να ενισχύσει ώστε να κερδηθεί για το “Ρεπουμπλικανικό” Κογκρέσο και η ίδια η Φλόριντα.

Μέχρι αυτή τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές οι Ρεπουμπλικανοί έχουν κερδίσει 207 έδρες στο Κογκρέσο σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς οι οποίοι έχουν κερδίσει 184.

Τους απομένουν δηλαδή μόλις 11 έδρες για να επικυρώσουν επίσημα την κυριαρχία τους στο Κογκρέσο.

Παρόλα αυτά η Γερουσία δείχνει πως θα παραμείνει σε ισοψηφία, που σημαίνει ότι οι Δημοκρατικοί θα διατηρήσουν τον έλεγχο της με αναλογία 50-50 λόγω της αντιπροέδρου Καμάλα Χάρις.

Ωστόσο, να σημειώσουμε ότι ακόμα δεν έχει τελειώσει η καταμέτρηση των ψήφων στις τέσσερις τελευταίες εναπομείνασες έδρες, ενώ το αποτέλεσμα προς το παρόν δείχνει 49 – 48 υπέρ των Ρεπουμπλικανών.

Στις τρεις τελευταίες έδρες η μάχη κρίνεται αμφίρροπη.

Με λίγα λόγια, πρόκειται για μία «καθαρή» νίκη των Ρεπουμπλικανών αλλά όχι τόσο μεγάλης έκτασης όσο προσδοκούσαν αρκετοί μέσα στο κόμμα.

Πολλοί στις ΗΠΑ απορούν με το τι συνέβη και δεν «καθάρισαν» οι Ρεπουμπλικανοί την Γερουσία με ευκολία από τη στιγμή που η διακυβέρνηση των δημοκρατικών έχει προξενήσει τεράστιες καταστροφές στην χώρα.

Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ενώ στην προεδρία των ΗΠΑ βρίσκεται ένας άνθρωπος με εμφανέστατα διανοητικά προβλήματα που τον καθιστούν ανίκανο να κυβερνήσει πραγματικά.

Όμως το αποτέλεσμα είναι λίγο μαγική εικόνα καθώς παραβλέπεται το γεγονός πως από τοις 100 έδρες της Γερουσίας μόνο 0ι 35 τέθηκαν στην εκλογική διαδικασία των ενδιάμεσων εκλογών.

Σε ό,τι αφορά τις 35 αυτές έδρες οι Ρεπουμπλικανοί έχουν κερδίσει τις 19 και οι Δημοκρατικοί τις 16 που σημαίνει πως επί της ουσίας κέρδισαν.

Αξίζει επίσης να πούμε πως και στις Πολιτείες που έχασαν οι Ρεπουμπλικανοί είχαν εντυπωσιακή άνοδο.

Για παράδειγμα η Πολιτεία της Πενσιλβάνια είναι καθαρά προπύργιο των Δημοκρατικών. Ο Μεχμέτ Οζ ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος, θεωρούνταν πριν ένα μήνα ότι θα χάσει με μεγάλη διαφορά, γύρω στις 18 μονάδες.

Εν τέλει έχασε με μόλις 2,5%. Αυτό εκ πρώτης όψεως δεν δείχνει κάτι γιατί δεν καταγράφεται.

Εάν όμως αυτό το ρεύμα κατά των Δημοκρατικών διατηρηθεί και στις προεδρικές εκλογές είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα κερδίσουν και τις υπόλοιπες από τις 65 έδρες που χρειάζονται για να πάρουν ξανά τον έλεγχο στην Γερουσία.

Στο μεταξύ οι Δημοκρατικοί θεωρούν πως ο Πρόεδρος Μπάιντεν τα πάει μια χαρά αφού δεν υπέστησαν συντριβή παρά μόνο μία ήττα, που σημαίνει ότι θα τον διατηρήσουν ως υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές του 2024 και δεδομένου της μέχρι τώρα διακυβέρνησης του είναι σίγουρο πως η κατάσταση των Αμερικανών στα επόμενα δύο χρόνια θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο.

Αυτό σημαίνει πως ο επόμενος υποψήφιος των ρεπουμπλικάνων θα έχει πιο εύκολο έργο απέναντι του για να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2024.

Την ίδια στιγμή η νέα γενιά Ρεπουμπλικανών είναι πιο σκληρή και δείχνει να ζητά περισσότερη εξουσία.

Έτσι για αρκετούς αναλυτές προμηνύεται ένα ντέρμπι μεταξύ του Ν.Τραμπ και του επανεκλεγέντος κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις.

Πάντως πλέον είναι αρκετά πιθανό ότι δεν θα είναι ο προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών ο Ν.Τραμπ, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι όποιος κι αν είναι να έχει την υποστήριξη του πρώην Αμερικανού Προέδρου και να μπορεί να εκπροσωπήσει την Alt Right, που αποτελεί πλέον τον εκλογικό πυρήνα των Ρεπουμπλικανών.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ